http://www.avgi.gr
του Δημήτρη Γιατζόγλου
1. Το χθες:
Αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, η ΔΗΜ.ΑΡ. καταγγέλλει ότι στα πολιτικά πράγματα της χώρας «επιχειρείται η δημιουργία ενός κακέκτυπου δικομματισμού», ενός «ψευδεπίγραφου λαϊκιστικού δίπολου, που αποσκοπεί στην παγίδευση των πολιτών».
Την προπαγανδιστική αυτή πατέντα, σπεύδουν να την υιοθετήσουν ασμένως το ΠΑΣΟΚ και μεγάλη μερίδα αναλυτών, σχολιαστών και διανοουμένων, σοβαρών κατά τεκμήριο, πολλοί από τους οποίους θήτευσαν στις γραμμές της Αριστεράς.
Επιχειρώντας έναν αναλυτικότερο πολιτικό εμπλουτισμό του επικοινωνιακού ευρήματος, στελέχη της ΔΗΜ.ΑΡ. αντιπαραθέτουν την καρικατούρα δικομματισμού που στήνεται προς εξαπάτηση των πολιτών, στον άλλο, τον αυθεντικό δικομματισμό της μεταπολίτευσης, ο οποίος «με τα συν και τα πλην του, είχε μια σοβαρότητα (sic) και ανταποκρινόταν στις συνθήκες της εποχής». Ταυτόχρονα, στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, η ΔΗΜ.ΑΡ. ξεδιπλώνει ένα τρίπτυχο πολιτικής στρατηγικής:
* Ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, η ΔΗΜ.ΑΡ. θα κάνει τα πάντα για να υπάρξει κυβέρνηση.
* Η προγραμματική συμφωνία και τα φερέγγυα πρόσωπα είναι τα θεμελιώδη προαπαιτούμενα για τον σχηματισμό της κυβέρνησης.
* Η κυβέρνηση πρέπει να έχει «προοδευτικό πρόσημο».
Ούτε το περιεχόμενο, ούτε η συναρμογή των τριών αυτών στοιχείων γίνονται ιδιαίτερα σαφή από πολιτική άποψη. Λειτουργούν κυρίως ως σήμανση πολιτικής ηθικής, αντιπαραθετικά προς τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αυτόν αφορά κυρίως η διάγνωση περί κίβδηλου δικομματισμού. Στην αύξηση της δικής του πολιτικής επιρροής είναι που πρέπει να μπει το φρένο.
2. Το σήμερα:
Η πρόγνωση και η προσδοκία ότι στις εκλογές της 17ης Ιουνίου οι πολίτες θα ακύρωναν την εγκαθίδρυση του νέου δικομματισμού δεν επαληθεύεται. Τον Μάιο, το λαϊκιστικό δίπολο συγκέντρωσε αθροιστικά ποσοστό 36%. Τον Ιούνιο, το ποσοστό ανεβαίνει στο 57%.
Η ιστορία δεν προσφέρει την αναγκαία ευρυχωρία για να συγκροτηθεί ο τρίτος πόλος της «υπεύθυνης κεντροαριστεράς». Η πλειοψηφία της κοινωνίας πολώνεται στην αντίθεση Δεξιά – Αριστερά, όπως αυτή εκφράζεται από την αντιπαράθεση Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ. Ένα μεγάλο σύνολο πολιτών γυρίζει την πλάτη στις κραυγές αγανάκτησης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει στο πόκερ το μέλλον της χώρας. Και ένα, ακόμα μεγαλύτερο φαίνεται να δυσπιστεί απολύτως στην υπόσχεση της «απαλλαγής από το Μνημόνιο δια… της εφαρμογής του».
Όπως πάντως και στις εκλογές του Μαΐου, έτσι και τώρα, η ηγεσία της ΔΗΜ.ΑΡ. αποφεύγει επιμελώς την αναλυτική ερμηνεία της πολιτικής εξέλιξης. Από τις τοποθετήσεις των στελεχών της, υποπτευόμαστε ή μαντεύουμε κάποια πράγματα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι ερμηνευτικές απόπειρες βασίζονται σε έναν αυτιστικό πολιτικό φορμαλισμό, που αρνείται να ανιχνεύσει τις συναρθρώσεις του πολιτικού με τις τάσεις και τις συγκρούσεις μέσα στην κοινωνία. Στη χειρότερη, επιστρατεύεται το γνωστό ρεπερτόριο του αριστερού δογματισμού: οι θεωρίες συνωμοσίας και εξαπάτησης, η φενακισμένη συνείδηση των λαϊκών μαζών, τα ερμηνευτικά πασπαρτού του λαϊκισμού και του συντεχνιασμού.
Βεβαίως τα μέτωπα πολεμικής τροποποιούνται. Η πολιτική συμμαχία με τον ένα εκ των δύο πόλων του ψευδεπίγραφου δίπολου επιβάλλει αποσιωπήσεις, αναπροσαρμογές εκτιμήσεων, αλλαγές ύφους.
Διότι τώρα, ο πολιτικός διπολισμός ανασυγκροτείται, γίνεται γνήσιος και σοβαρός, αφού η ΔΗΜ.ΑΡ. -παρ’ ότι Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ διέθεταν σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία- συμπαρατάσσεται και αυτή με τις δυνάμεις της «συνευθύνης», εξαγνισμένες αυτομάτως από το στίγμα του λαϊκισμού. Διότι τώρα δρομολογείται η υλοποίηση της «δημοκρατίας των συναινέσεων», προς αντικατάσταση της δημοκρατίας των περιττών και επιζήμιων πολιτικών συγκρούσεων. Διότι τώρα αποκαθίσταται επιτέλους ο ορθολογισμός των «εθνικών προτεραιοτήτων». Τώρα αποκαθίσταται η κανονικότητα της πολιτικής δομής, με τις απαραίτητες, σαφείς διακρίσεις:
Οι «από πάνω» και οι «από κάτω». Οι κατέχοντες την τεχνογνωσία της διακυβέρνησης και οι αδαείς. Οι εκφραστές της αναγκαιότητας και οι ταραχοποιοί του απρόβλεπτου. Εντούτοις, η ευκρίνεια του οδικού χάρτη της μακράς πορείας προς τη σωτηρία κινδυνεύει από τη «μουτζούρα» που εξακολουθεί να υπάρχει – από το κακόηθες μελάνωμα του ΣΥΡΙΖΑ. Προς αυτόν, η πολεμική και η χλεύη, οι απειλές και οι νουθεσίες (κατά περίπτωση) θα συνεχιστούν ασίγαστες. Έτσι ώστε, ή να βουτήξει κι αυτός στον βάλτο του «ναι και όχι στο Μνημόνιο», ή να έρθει στα μέτρα του.
Ο πολιτικός τακτικισμός δεν μπορεί όμως να καλύψει για πολύ τις αδυναμίες και τα κενά των απαντήσεων. Γιατί καταρρέει το παλιό πολιτικό σύστημα; Γιατί η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο επίκεντρο μιας νέας ιστορικής δυναμικής; Γιατί δεν επαληθεύθηκαν τα προ ολίγων μηνών δημοσκοπικά ευρήματα που έδιναν σαφή υπεροχή στη ΔΗΜ.ΑΡ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ;
Οι απαντήσεις προϋποθέτουν κάτι περισσότερο από επικοινωνιακά τρικ και αυθαίρετα ιδεολογήματα.
Η νέα «εθνική αφήγηση», στη συγγραφή της οποίας φιλοδοξεί να συμπράξει πρωταγωνιστικά η ΔΗΜ.ΑΡ., δεν μπορεί να συνεχίσει για καιρό να περιορίζεται σ’ ένα ανθολόγιο μισαλλοδοξίας εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.
3. Τα ιδεολογήματα:
Η ΔΗΜ.ΑΡ. μοιράζεται με τους εταίρους της μια νίκη: το φάντασμα της ακυβερνησίας εκδιώχθηκε. Μοιράζεται όμως μαζί τους και την ευθύνη της στοιχειώδους ιδεολογικής επένδυσης της νίκης.
Ακόμα και ο κυνικότερος οπαδός του πολιτικού πραγματισμού κατανοεί την ανάγκη υποστύλωσης ενός «πολιτικού σχεδίου» από μια ορισμένη ιδεολογική παραμυθία. Η «εθνική αφήγηση» που λέγαμε. Η νίκη έχει τρεις ιδεολογικούς πατέρες. Ο καθένας συνεισφέρει τη δική του εκδοχή:
Ο κ. Σαμαράς την επαγγελία του νόμου και της τάξης, τα παραγγέλματα πατριωτισμού, την εμπιστοσύνη στη θεϊκή πρόνοια. Ο κ. Βενιζέλος την τεχνογνωσία της διάσωσης και τη σοσιαλδημοκρατική ψιμυθίωση του νεοφιλελευθερισμού. Η ΔΗΜ.ΑΡ. πρέπει να δώσει και αυτή το κάτι τις της.
Τα πράγματα δεν είναι εύκολα και η αμηχανία έκδηλη. Διότι ο αριστερός και η αριστερή που συντάσσονται μ’ αυτήν, δεν θα υιοθετήσουν εύκολα τον ρόλο του παρτενέρ των Στυλιανίδη και Βορίδη στον εθνικό τσάμικο, ή του Χατζηδάκη στην ευρωπαϊκή εκδοχή του ταγκό. Η αισθητική της νίκης, όπως την προδιαγράφουν Σαμαράς και Βενιζέλος τους πέφτει βαριά.
Η απόπειρα ανανέωσης των προπαγανδιστικών σημάνσεων είναι μέχρι σήμερα ατυχής. Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η ΔΗΜ.ΑΡ. φιλοδοξεί να είναι «η αντιμνημονιακή συνιστώσα» της κυβέρνησης αποτελεί μάλλον πολιτική παραδοξολογία, αφού υπονοεί τη «μνημονιακότητα» των εταίρων, με τους οποίους μαζί θα επιχειρήσει να ανατρέψει το Μνημόνιο. Όσο για τη θεωρητικοποίηση της επιλογής της συγκυβέρνησης με την ιδεολογική φόρμα ενός μεγάλου «ιστορικού συμβιβασμού α λα Γκρέκα», τα πράγματα αγγίζουν τα όρια της αυθαιρεσίας, αν όχι της αμετροέπειας: Διότι, ούτε η ΔΗΜ.ΑΡ. αποτελεί το ιστορικό ανάλογο του Ιταλικού Κ.Κ., ούτε η Ν.Δ. της ιταλικής χριστιανοδημοκρατίας και ο κ. Σαμαράς του Άλντο Μόρο.
Διότι κυρίως το ιστορικό πλαίσιο είναι ριζικά διαφορετικό, στην Ευρώπη και στη χώρα μας, κυριαρχημένο από τη νεοφιλελεύθερη υπονόμευση των προταγμάτων της δημοκρατικής νεωτερικότητας. Και ακόμα διότι, η ανηλεής πολεμική προς τον ΣΥΡΙΖΑ τείνει να αποσαθρώσει το μεταπολιτευτικό κεκτημένο της στοιχειώδους αλληλεγγύης στους κόλπους της Αριστεράς, μειώνοντας πολιτικά και ηθικά τη δυνατότητα να λειτουργήσει η Αριστερά ως ηγεμονεύουσα δύναμη ενωτικών διεξόδων.
Όσο για το ιδεολόγημα της ισχυροποίησης της «εθνικής προσπάθειας» από τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στο «μεγάλο συνασπισμό των συναινέσεων» και των αντίστοιχων μειλίχιων παραινέσεων, η αστοχία είναι ακόμα μεγαλύτερη. Δεν είναι κυρίως (και μόνο) η υποβάθμιση των πολιτικών και στρατηγικών διαφορών. Είναι η αντιδημοκρατική -και γι’ αυτό επικίνδυνη- περιφρόνηση των ορίων που η λαϊκή νομιμοποίηση θέτει σε πολιτικές τακτικές και ελιγμούς. Είναι η προσχώρηση στην αντίληψη ότι η πολιτική λειτουργία μπορεί ή και επιβάλλεται, σε «έκτακτες συνθήκες», να ασκείται ερήμην, ή και εναντίον της κοινωνίας.
4. Τα πρόσωπα. Το πρόσημο. Το πρόγραμμα
Δεν αξίζει τον κόπο να σταθούμε ιδιαίτερα. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν φαίνεται να πήρε στα σοβαρά τις στομφώδεις διαβεβαιώσεις.
Η πολυδιαφημισμένη «φερεγγυότητα των προσώπων» είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού στις όψεις των 29 υπουργών της Ν.Δ. και του πρωθυπουργού. Ενώ το «προοδευτικό πρόσημο» γρήγορα εγκαταλείφθηκε ειδικά μετά την αναζήτηση λύσεων για τη στελέχωση του υπουργείου Οικονομικών μέσα από τον κύκλο των πιο φανατικών και αδιάλλακτων υποστηρικτών των μνημονιακών πολιτικών.
Για την τύχη της «προγραμματικής συμφωνίας» καλύτερα να μιλήσουμε μετά τη σύνοδο κορυφής, τις προγραμματικές δηλώσεις και την επίσκεψη της τρόικας. Όλοι θα είμαστε σοφότεροι τότε. Ας σημειώσουμε απλώς ότι ένα κυβερνητικό «πρόγραμμα» είναι κάτι περισσότερο από την κοπτοραπτική καταλόγων «σημείων». Αφορά πρωτίστως αξίες, ιδέες, συνεκτικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς.
5. Το αύριο
Το Μνημόνιο δεν αποτελεί απλώς ένα εγχειρίδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, του οποίου τους επώδυνους όρους θα αλλάξουμε βήμα – βήμα, μέσω μιας αναδιαπραγμάτευσης, καλύτερης και πιο μαχητικής αυτή τη φορά.
Το Μνημόνιο είναι ένα σύνθετο κοινωνικό – πολιτικό σχέδιο βαθιάς εσωτερικής υποτίμησης της χώρας. Υποτίμησης των μισθών, των κοινωνικών δικαιωμάτων, της δημοκρατίας. Συνοψίζει τη διαρκή προσπάθεια του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου συνασπισμού, να επιβάλει στην ελληνική και σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες μια διέξοδο από την κρίση, σύμφωνη με τις ανάγκες αναπαραγωγής του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Η μάχη εναντίον αυτού του σχεδίου είναι μια μάχη εφ’ όλης της ύλης: Κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική.
Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται στην καρδιά αυτής της σύγκρουσης.
Η ΔΗΜ.ΑΡ. διαβάζει λάθος την κρίση του πολιτικού συστήματος και επιλέγει λάθος στρατηγική για την υπέρβασή του.
Η κρίση του πολιτικού συστήματος δεν είναι κρίση «λειτουργική». Δεν θα ξεπεραστεί με διευθετήσεις στο εσωτερικό του. Δεν είναι ζήτημα ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού ή των θεσμικών του ρυθμίσεων (κυρίως). Η κρίση αντανακλά την αποκοπή της πολιτικής υπερδομής από την κοινωνία και τις ανάγκες της, το βαθύ μεταξύ τους ρήγμα. Δεν οφείλεται στη «συγκρουσιακή» υπερβολή του κομματικού ανταγωνισμού στη χώρα μας, αλλά στη βαθμιαία κεντροποίηση του προγραμματικού λόγου των πρωταγωνιστών του «παλαιού δικομματισμού», μέχρι την τελική ταύτιση των προγραμμάτων τους, υπό την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου λόγου. Η ανανέωση του πολιτικού συστήματος δεν θα προκύψει από την αναδιοργάνωσή του, ως μηχανισμού παραγωγής συναινέσεων. Αντίθετα αυτή η επιλογή θα βαθύνει την κρίση του. Η ανανέωση πρέπει να αναζητηθεί στην αναβάθμιση της αντιπαράθεσης διακριτών Πολιτικών Προγραμμάτων.
Από τη σκοπιά αυτή, το αύριο βάζει δύσκολα σε όλους.
Και σ’ εμάς.
Έχουμε πολλά να σκεφτούμε και ν’ αποφασίσουμε, ταχύτερα απ’ όσο περιμέναμε. Θα το κάνουμε όμως με βάση τη δική μας επιλογή: να δώσουμε πολιτική έκφραση και ισχύ σε μια νέα κοινωνική προοπτική. Αρνούμενοι την πρόσκληση να προσχωρήσουμε στο ομογενοποιημένο πολιτικό πεδίο ρόλων και προτεραιοτήτων, όπως το έχουν προδιαγράψει αυτόκλητες πολιτικές και διανοητικές πρωτοπορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου