ΑΙΜΑΤΟΚΡΙΤΗΣ (Ht)
Με τον αιματοκρίτη αποδίδεται το % ποσοστό του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροκυττάρων) στο συνολικό όγκο του αίματος. Σα να λέμε “πόσο πυκνό είναι το αίμα”.
Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες = 40 – 54 %
- Στις γυναίκες = 36 – 48 %
Αυξημένες τιμές Ht παρατηρούνται:
1) στην αιμοσυμπύκνωση = αφυδάτωση (π.χ. σε πυρετό), καταπληξία (shock)
2) στη δευτεροπαθή ερυθροκυττάρωση (π.χ. στους καπνιστές, διαβίωση σε υψόμετρο)
3) στην αληθή πολυκυτταραιμία
Ελαττωμένες τιμές Ht παρατηρούνται:
1) στις αναιμίες
2) στην αιμοαραίωση (κατακράτηση υγρών, οιδήματα)
3) σε λοιμώξεις (μπορεί να συμβεί και το αντίθετο)
4) στις περισσότερες αιματολογικές παθήσεις
5) σε παθήσεις των νεφρών
6) ιδιοσυστατικά (χωρίς κανένα παθολογικό υπόστρωμα, κληρονομικό συνήθως)
ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ (Hb)
Η αιμοσφαιρίνη βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και μεταφέρει το οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς, ενώ μεταφέρει το διοξείδιο του άνθρακα αντίστροφα στη διαδρομή αυτή (η λεγόμενη “ανταλλαγή αερίων”).
Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες = 13,5 – 17,5 g/dL (g%)
- Στις γυναίκες = 11,5 – 15,5 g/dL (g%)
Ελαττωμένη αιμοσφαιρίνη σημαίνει αναιμία, ενώ αυξημένες τιμές σημαίνουν δευτεροπαθή ερυθροκυττάρωση (σπάνια αληθή πολυκυτταραιμία). Ψευδώς ελαττωμένη μπορεί να βρεθεί σε ατελή μίξη του δείγματος αίματος με το αντιπηκτικό ή αιμοληψία από φλέβα στην οποία χορηγείται ορός.
ΕΡΥΘΡΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ (RBC)
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια παράγονται στο μυελό των οστών και έχουν μέσο όρο ζωής περίπου 120 μέρες. Κύρια λειτουργία τους είναι η μεταφορά του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα, μέσω της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν. Αυξάνεται και ελαττώνεται στις ίδιες καταστάσεις με τον αιματοκρίτη.
Φυσολογικές τιμές
- Στους άνδρες = 4,4 – 6 εκατομμύρια/mm3 (10^12η/L)
- Στις γυναίκες = 3,9 – 4,9 εκατομμύρια/mm3 (10^12h/L)
ΕΡΥΘΡΟ-ΚΥΤΤΑΡΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ
@ Μέσος όγκος ερυθροκυττάρων (Mean Corpusclular Volume, MCV) = Εκφράζει τη μέση τιμή του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Δηλαδή το “πόσο μεγάλα” είναι τα ερυθροκύτταρά μας.
Ο MCV είναι χρήσιμος στο διαχωρισμό των αναιμιών.
Αυξάνεται στις μεγαλοβλαστικές αναιμίες και στα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα.
Ελαττώνεται στις σιδηροπενικές αναιμίες, στις θαλασσαναιμίες (μεσογειακές) και στις αναιμίες των χρόνιων παθήσεων.
Φυσιολογικές τιμές = 85 – 95 fL
@ Μέση περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης κατά ερυθρό (Mean Corpuscular Haemoglobin, MCH) =
Εκφράζει τη μέση ποσότητα αιμοσφαιρίνης που περιέχεται πάνω σε κάθε ερυθρό αιμοσφαίριο.
Αυξάνεται και ελαττώνεται στις ίδιες καταστάσεις με τον MCV.
Φυσιολογικές τιμές = 27 – 34 pg
@ Μέση πυκνότητα αιμοσφαιρίνης (Mean Corpuscular Haemoglobin Concentration, MCHC) =
Με αυτήν αποδίδεται η μέση συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Αυξάνεται στην αφυδάτωση και στην κληρονομική σφαιροκυττάρωση, ενώ ελαττώνεται στην υπερυδάτωση, στις σιδηροπενικές αναιμίες και στις θαλασσαναιμίες.
Φυσιολογικές τιμές = 30 – 35 g/dL
ΛΕΥΚΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ (WBC)
Τα λευκά αιμοσφαίρια ή λευκοκύτταρα ή λευκά αποτελούν ένα ετερογενές σύνολο κυτταρικών πληθυσμών του αίματος. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται:
1) τα πολυμορφοπύρηνα (ουδετερόφιλα, βασεόφιλα, εωσινόφιλα),
2) τα μεγάλα μονοπύρηνα και μακροφάγα και
3) τα λεμφοκύτταρα.
Αποστολή όλων αυτών των κυττάρων είναι η άμυνα του οργανισμού. Αυξάνονται (>11.000/μL) σε:
λοιμώξεις από κόκκους, βακτηρίδια και μύκητες (ΟΧΙ σε ιογενείς), φλεγμονώδεις νεκρώσεις (έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγιίτιδες), μεταβολικές διαταραχές (δηλητηριάσεις, ουρική αρθρίτιδα, οξέωση, ουραιμία), θεραπεία με κορτιζόνη, οξείες αιμορραγίες, μυελοϋπερπλαστικά σύνδρομα (λευχαιμίες) και σε κακοήθεις νεοπλασίες. Μικρές αυξήσεις παρατηρούνται και σε ιστικές βλάβες (εγκαύματα, τραύματα). Ελαττώνονται (κάτω από 4.000/μl) σε λοιμώξεις (ιογενείς, τύφος, βαριά φυματίωση, ελονοσία, kala-azar), σε αυτοάνοσα νοσήματα όπως ο λύκος, και σε θεραπείες με αντιφλεγμονώδη, αντιθυρεοειδικά, αντιεπιληπτικά κ.α. φάρμακα. Κάτω από τα 1.500/μl ουδετερόφιλα συγκεκριμένα, έχουμε τη λεγόμενη ουδετεροπενία, μια λευκοπενία που αυξάνει πολύ την πιθανότητα ανάπτυξης σοβαρών λοιμώξεων (λόγω απουσίας αμυντικών μηχανισμών), επικίνδυνων για τη ζωή, ακόμα και από κοινά μικρόβια.
Φυσιολογικές τιμές: 4.000 – 11.000 /mm3 (ή 4 – 11 X 10^9 /L)
ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
Αποτελεί την εκατοστιαία αναλογία των λευκοκυτταρικών πληθυσμών του περιφερικού αίματος.
Φυσιολογικές τιμές:
* Ουδετερόφιλα = 40 – 75 %
* Λεμφοκύτταρα = 20 – 45 %
* Μεγάλα μονοπύρηνα = 2- 10 %
* Εωσινόφιλα = 1 – 6 %
* Βασεόφιλα = 0 – 1 %
Αυξημένα λεμφοκύτταρα έχουμε σε οξείες ιογενείς λοιμώξεις, σε χρόνιες λοιμώξεις (φυματίωση, βρουκέλλωση, ηπατίτιδα, σύφιλη), σε θυρεοτοξίκωση (αυξημένα επίπεδα Τ3-Τ4) και σε χρόνιες λεμφογενείς λευχαιμίες.
Ελαττώνονται στον λύκο, το AIDS, τη νόσο Hodgkin (νεοπλασία λεμφαδένων) και μετά από χορήγηση κορτιζόνης ή/και ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Τα μεγάλα μονοπύρηνα αυξάνονται σε νοσήματα του κολλαγόνου (αυτοάνοσα), σε μονοκυτταρική λευχαιμία, σε άλλες κακοήθειες, αλλά και σε ειδικές λοιμώξεις (λοιμώδης μονοπυρήνωση, μελιταίο πυρετό, τύφο, φυματίωση).
Τα Ηωσινόφιλα αυξάνονται σε αλλεργίες, παρασιτώσεις, διάφορες δερματοπάθειες, καρκίνους και πνευμονικά ηωσινοφιλικά σύνδρομα.
Τα βασεόφιλα αυξάνονται σε χρόνια μυελογενή λευχαιμία και στην αληθή πολυκυτταραιμία (παθολογικά αυξημένα όλα τα έμμορφα συστατικά του αίματος).
Για τα ουδετερόφιλα ισχύει ό,τι και για τα λευκά γενικά (δες πιο πάνω).
ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑ (PLT)
Είναι πολύ μικρά κύτταρα, χωρίς πυρήνα, με δισκοειδή μορφή, τα οποία μετέχουν στην πήξη του αίματος.
Φυσιολογικές τιμές = 150.000 – 400.000 /μL
Βρίσκονται αυξημένα σε χρόνια μυελοϋπερπλαστικά σύνδρομα, σε οξείες και χρόνιες φλεγμονές, σε οξείες αιμορραγίες, σε καρκίνους, στη σιδηροπενική αναιμία και μετά από σπληνεκτομή. Ελαττωμένα εμφανίζονται σε μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, λευχαιμίες, αυτοάνοσα νοσήματα, ιογενείς λοιώξεις (και AIDS) και μετά από χορήγηση ορισμένων φαρμάκων ή υπερβολική λήψη αλκοόλ. Ψευδώς μειωμένα μπορεί να εμφανιστούν, όταν στο δείγμα που θα παρθεί σχηματιστεί θρόμβος (τεχνικό λάθος).
Όταν λέμε “γενική αίματος” εννοούμε αυτές τις 6 μετρήσεις (Ht, Hb, RBC, WBC, PLT και λευκοκυτταρικός τύπος) που είναι στη ρουτίνα, συμπληρωμένες κατ’ απαίτηση με τη μορφολογία των ερυθρών (ή και λευκών), το λεγόμενο “πλακάκι”, τη μέτρηση των δικτυοερυθροκυττάρων (ΔΕΚ, νεαρά ερυθρά με Φ.Τ. = 0,5 – 2 %) και την ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών (ΤΚΕ, αυξάνεται σε οξείες λοιμώξεις, αυτοάνοσα νοσήματα / κολλαγόνου και σε κακοήθειες. Φ.Τ. = 1 -10 mm την 1η ώρα στους άνδρες, 1 -15 mm στις γυναίκες και 1 – 20 mm στους άνω των 60 ετών).
Γενική Αίματος, αναλύθηκαν οι αιματολογικές παράμετροι.
Εδώ θα εξεταστούν μερικές βιοχημικές παράμετροι, χρήσιμες στην καθημερινή ιατρική πράξη.
Βιοχημικές ονομάζονται όλες οι εξετάσεις προσδιορισμού μιας ουσίας στο αίμα (γίνεται αιμοληψία δηλαδή), γιατί αφορούν σε ανίχνευση οργανικών και ανόργανων ουσιών και γιατί χρησιμοποιούν βιοχημικές μεθόδους στον προσδιορισμό τους.
ΓΛΥΚΟΖΗ (Glu)
Το λεγόμενο “ζάχαρο”. Η γλυκόζη είναι το κύριο σάκχαρο του αίματος και η κυριότερη πηγή ενέργειας για τον οργανισμό μας (και αποκλειστική για τον εγκέφαλο).
Είναι μια εξόζη (υδατάνθρακας δηλαδή) και τα πλέον γνωστά πολυμερή του είναι το άμυλο και το γλυκογόνο. Οι τιμές αναφοράς της γλυκόζης στον ορό ή στο πλάσμα του ατόμου που βρίσκεται σε νηστεία (με ενζυμικές μεθόδους προσδιορισμού) είναι:
Φυσιολογικές τιμές = 60 – 110 mg/dL ή mg% (3,5 – 6 mmol/L)
Παθολογικά αυξημένη γλυκόζη παρατηρείται στο σακχαρώδη διαβήτη. Τιμή πάνω από 200 mg/dL σε νηστεία είναι σχεδόν διαγνωστική του διαβήτη.
Μέτρια αύξηση της γλυκόζης (κάτω από 200 mg/dL) εμφανίζεται σε :
• υπερλειτουργία του θυρεοειδή,
• της υπόφυσης ή των επινεφριδίων,
• σε διάχυτες νόσους του παγκρέατος (παγκρεατίτιδα, καρκίνος),
• σε ενδοκρανιακές παθήσεις (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα, όγκοι, αιμορραγία), αλλά και
• στα τελικά στάδια πολλών νόσων (στα πλαίσια της γενικότερης απορρύθμισης).
Ελάττωση της γλυκόζης κάτω από 40 ή 50 mg/dL χαρακτηρίζεται ως υπογλυκαιμία.
Συχνότερη αιτία παραμένει η υπέρβαση της δόσης της ινσουλίνης που παίρνει ο διαβητικός.
Μπορεί ακόμη να οφείλεται σε υπολειτουργία του θυρεοειδή, της υπόφυσης ή των επινεφριδίων, καθώς και σε εξάντληση των αποθεμάτων γλυκογόνου απο ηπατική νόσο, έντονη μυϊκή άσκηση ή παρατεταμένη νηστεία. Σε άτομα που υποβλήθηκαν σε μερική γαστρεκτομή εκδηλώνεται αντιδραστική υπογλυκαιμία 1 ως 3 ώρες μετά το φαγητό. Εξαιρετικά μεγάλη υπογλυκαιμία παρατηρείται στο ινσουλίνωμα (όγκος του παγκρέατος).
Για την παρακολούθηση των διαβητικών αρρώστων μετράμε τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη Α1c, η οποία φυσιολογικά αποτελεί το 5- 8 % της ολικής αιμοσφαιρίνης και αυξάνει στο διαβήτη. Η τιμή της HbA1c εξαρτάται από τη μέση συγκέντρωση της γλυκόζης του αίματος τις τελευταίες 8 με 10 εβδομάδες, γι’ αυτό και αποτελεί δείκτη της πορείας της νόσου.
ΟΥΡΙΑ
Παράγεται στο συκώτι και είναι το κύριο τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πρωτεϊνών. Τα επίπεδά της επηρεάζονται από το ποσό των πρωτεϊνών της διατροφής, γι΄αυτό σε άτομα με νεφρικές παθήσεις μια ελάττωση της ουρίας μπορεί να οφείλεται στη διατροφή και όχι σε βελτίωση της νόσου.
Φυσιολογικές τιμές = 14 – 50 mg/dL ή mg% (3,6 – 7,1 mmol/L)
Βρίσκεται αυξημένη σε ΟΛΕΣ τις νεφρικές παθήσεις (νεφρικά αίτια). Αυξάνει και από προνεφρικά αίτια, όπως σε αφυδάτωση (πολλοί εμετοί ή διάρροιες δίνουν μεγάλες αυξήσεις). Μέτρια αύξηση προκαλείται από αιμορραγία του πεπτικού, καθώς και από αύξηση του κατοβολισμού των πρωτεϊνών (σε μεγάλο πυρετό δηλαδή και σε μολύνσεις / τοξικές καταστάσεις). Μετανεφρικά αίτια αύξησης της ουρίας είναι οι καταστάσεις που προκαλούν επίσχεση ούρων (υπερτροφία του προστάτη, λίθοι στους ουρητήρες, μορφώματα στην κύστη και στένωση της ουρήθρας). Χαμηλές τιμές ουρίας παρατηρούνται σε ελαττωμένη πρόσληψη πρωτεϊνών, σε ασθενείς μετά από αιμοκάθαρση και σε νοσήματα του ήπατος (επηρεάζεται ο κύκλος σύνθεσης της ουρίας εκεί).
ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗ
Σχηματίζεται από την κρεατίνη. Δεν επηρεάζεται από τις πρωτεΐνες της διατροφής, γι’ αυτό θεωρείται πιο αξιόπιστη από την ουρία στην εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας.
Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες = 0,7 – 1,4 mg/dL (71 – 115 μmol/L)
- Στις γυναίκες = 0,6 – 1,1 mg/dL (53 – 97 μmol/L)
Αυξάνει σε νοσήματα των νεφρών (κυρίως όμως στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια), παράλληλα με την ελάττωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (glomerular filtration rate, GFR). Αυξάνει και στον υποθυρεοειδισμό, αλλά και σε σοβαρά νοσήματα των μυών (μυϊκή δυστροφία, μυοσίτιδα). Ο GFR είναι ουσιαστικά ο ρυθμός “κάθαρσης” της κρεατινίνης από τα νεφρά και έχει φυσιολογικές τιμές: 95 – 140 mL/min για τους άνδρες και 85 – 125 mL/min για τις γυναίκες.
Τώρα χρειάζεται να προσέξουμε πολύ στην εκτίμιση.
Η ουρία και η κρεατινίνη χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας.
Οι φυσιολογικές τιμές δίνονται από κάθε εργαστήριο
αλλά ποτέ δεν είναι αρκετό
–και αυτό αφορά σε κάθε εργαστηριακή εξέταση-
το να αντιπαραβάλει μόνος του ο εξεταζόμενος τα αποτελέσματα των εξετάσεών του με τις αναγραφόμενες φυσιολογικές τιμές.
Όλες οι εξετάσεις θα πρέπει να αξιολογούνται από γιατρό.
Η ουρία είναι μία ουσία που δεν μας δείχνει με ακρίβεια τη νεφρική λειτουργία, απλά γιατί επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.
- Ενα Πλούσιο Πρωτεϊνούχο Γεύμα,
- Παρουσία Αίματος Στον Πεπτικό Σωλήνα,
- Λήψη Κορτιζόνης,
- Αφυδάτωση,
- Λήψη Διουρητικών, κ.α.
Στις πρωινές εξετάσεις, η ουρία είναι συνήθως αυξημένη γιατί ο οργανισμός είναι αφυδατωμένος καθώς ο εξεταζόμενος δεν λαμβάνει υγρά επί πολλές ώρες λόγω του νυχτερινού ύπνου.
Νά γιατί θα πρέπει, κάθε άνθρωπος πάνω απο 60, νάχει ένα ποτήρι με καθαρό νερό δίπλα στο κρεββάτι του, για να πίνη οταν ..σηκώνεται για κατούρημα…
Η κρεατινίνη είναι μια εξέταση που με μεγαλύτερη ακρίβεια προσδιορίζει τη νεφρική λειτουργία
αν και αυτή ακομα, έχει κάποιους περιορισμούς,
ας πούμε τη μυική μάζα, η οποία μειώνεται με την πάροδο του χρόνου..
Ετσι, οι ηλικιωμένοι έχουν μικρότερη μυική μάζα και κατά συνέπεια μικρότερη «φυσιολογική» τιμή κρεατινίνης..
Η κρεατινίνη..είναι αυξημένη σε γυμνασμένα, μυώδη άτομα .
Ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης της νεφρικής λειτουργίας γίνεται με την κάθαρση κρεατινίνης η οποία δείχνει πόσα ml αίματος καθαρίζονται από την κρεατινίνη στη μονάδα χρόνου.
Η κάθαρση κρεατινίνης υπολογίζεται με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο:
(140-ηλικία του εξεταζομένου) x (σωματικό βάρος σε κιλά) Δια / 72 x (την τιμή της κρεατινίνης αίματος)
Αυτός ο τύπος αφορά στους άντρες εξεταζόμενους.
Για τις γυναίκες ισχύει ο ίδιος τύπος αλλά το αποτέλεσμα το πολλαπλασιάζουμε με 0,85.
Η κάθαρση κρεατινίνης σε ένα φυσιολογικό άτομο είναι γύρω στο 100ml/min αλλά μειώνεται χρόνο με το χρόνο.
Έτσι, για παράδειγμα, ένας ηλικιωμένος άντρας των 80 ετών έχει κάθαρση κρεατινίνης 60 ml/min χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα απολύτως.
Εννοείται πως.. κάθε εξέταση πρέπε να αξιολογείται από τον γιατρό που την συνταγογράφησε, και όχι από τον μικροβιολόγο και φυσικά.. από τον εξεταζόμενο.
ΟΥΡΙΚΟ ΟΞΥ
Είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των εξωγενών και ενδογενών πουρινών (πχ των αζωτούχων βάσεων του DNA).
Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες = 2,5 – 8 mg/dL ή mg%
(0,15 – 0,48 mmol/L)
- Στις γυναίκες = 1,5 – 6 mg/dL ή mg%
(0,09 – 0,36 mmol/L)
Η αύξησή του αποτελεί κριτήριο για τη διάγνωση της ουρικής αρθρίτιδας. Στις κρίσεις της νόσου είναι σημαντικά αυξημένο, όχι όμως πάντα και όχι ανάλογα με τη βαρύτητα της κρίσης. Μεγάλη αύξηση του ουρικού οξέος παρουσιάζεται στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια λόγω ελάττωσης της αποβολής του. Αυξάνει μέτρια σε καταστάσεις μεγάλης καταστροφής κυττάρων, λόγω αύξησης της καταστροφής των νουκλεοτιδίων (των μονομερών του DNA και του RNA), πχ σε λευχαιμία, πολυκυτταραιμία, μεγαλοβλαστική αναιμία (από έλλειψη βιταμίνης Β12 ή φυλλικού οξέος). Το επίπεδο του ουρικού στο αίμα επηρεάζεται από τη διατροφή και από πολλά φάρμακα, επειδή αυξάνουν την κατακράτησή του.
(*) Ουρία, Κρεατινίνη και Ουρικό είναι εξετάσεις για τα νεφρά και μπορεί να βρεθούν ψευδώς αυξημένα και σε υπερκατανάλωση διουρητικών ουσιών (καφέδες, τσάι, μπύρα κτλ) ή σε συστηματικά αθλούμενα άτομα. Εκεί δε δίνουμε τόση σημασία και οι τιμές είναι οριακές.
ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ ή ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ
Οι πρωτεΐνες στο αίμα μπορεί να παίζουν ρόλο μεταφορικό, λειτουργικό (ένζυμα, αλυσίδες αιμοσφαιρίνης) και αμυντικό (ανοσοσφαιρίνες, ινωδογόνο και συμπλήρωμα σε φλεγμονές και πήξη / επούλωση τραύματος). Είναι δομικά στοιχεία των κυττάρων και η διατήρησή τους σε επαρκή επίπεδα με τη διατροφή επιβάλλεται.
Φυσιολογικές τιμές
- Ολικά λευκώματα = 5,5 – 8 g/dL (55 – 80 g/L)
- Λευκωματίνες = 3,5 – 5,5 g/dL (35 – 55 g/L) και σε συμμετοχή 50 – 60 %
- Σφαιρίνες = 1,5 – 3,5 g/dL (20 – 35 g/L) και συμμετοχή 40 – 50 %
- Ινωδογόνο = 160 – 415 mg/dL ή mg% (0,5 – 1,4 μmol/L)
- Συμπλήρωμα C3 = 55 – 120 mg%
Στην ηλεκτροφόρηση των σφαιρινών θα πρέπει να τηρείται η εσωτερική αναλογία: α1 = 4,2 – 7,2 %, α2 = 6,8 – 12 %, β = 9,3 – 15 % και γ = 13 – 23 %. Ουσιαστικά πρόκειται για την αναλογία των υποτύπων των ανοσοσφαιρινών (αντισωμάτων) στο αίμα.
Η αύξηση των ολικών λευκωμάτων οφείλεται σχεδόν πάντα (με εξαίρεση την αφυδάτωση) σε αύξηση των σφαιρινών και κυρίως των γ-σφαιρινών. Οι σφαιρίνες αυξάνουν σε προχωρημένες παθήσεις του ήπατος, στο πολλαπλό μυέλωμα, σε χρόνιες λοιμώξεις και σε νοσήματα του κολλαγόνου (αυτοάνοσα). Η ελάττωση των ολικών λευκωμάτων οφείλεται συνήθως σε ελάττωση της λευκωματίνης από τα ούρα (νεφρωσικό σύνδρομο), από το έντερο (εντεροπάθειες), από το δέρμα (εγκαύματα) και από μεγάλες αιμορραγίες. Άλλες αιτίες υπολευκωματιναιμίας είναι η μειωμένη σύνθεση λευκωμάτων σε βαριά ηπατική νόσο, η κακή διατροφή, η κακή απορρόφηση, αλλά και ο αυξημένος καταβολισμός λευκωμάτων (πχ εμπύρετες καταστάσεις, τραύματα). Η λευκωματίνη ονομάζεται και αλβουμίνη.
ΤΡΑΝΣΑΜΙΝΑΣΕΣ ή ΑΜΙΝΟΤΡΑΝΣΦΕΡΑΣΕΣ (SGOT και SGPT)
Είναι ένζυμα μεταφοράς αμινοομάδων.
• Η οξαλοξεική τρανσαμινάση (SGOT) υπάρχει σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο μυοκάρδιο και σε μικρότερες στο ήπαρ και στους μύες.
• Η τιμή της στον ορό αυξάνει στο έμφραγμα του μυοκαρδίου 3 με 9 ώρες μετά την εισβολή και φτάνει στη μέγιστη τιμή μετά από 24 ώρες.
• Αυξάνει, επίσης, σε σε παθήσεις των μυών (μυϊκή δυστροφία, μυοσίτιδα).
• Η πυροσταφυλική τρανσαμινάση (SGPT) βρίσκεται σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στο συκώτι.
Μαζί με τη SGOT αποτελούν ευαίσθητους δείκτες ηπατοκυτταρικής βλάβης.
Μεγάλη αύξηση παρατηρείται στην οξεία ηπατίτιδα, ενώ μέτρια σε χρόνιες ηπατικές παθήσεις, αποφρακτικό ίκτερο (πχ “πέτρα στη χολή”), λοιμώδη μονοπυρήνωση (“νόσος του φιλιού”) και σε όγκους του ήπατος. Διαπιστώνουμε χρόνιο αλκοολισμό όταν δούμε εργαστηριακά το λόγο SGOT/SGPT να είναι πάνω από 2.
Φυσιολογικές τιμές
- SGOT = 5 – 40 U/mL
- SGPT = 5 – 35 U/mL
Παλαιότερα, η οξαλοξεική τρανσαμινάση (SGOT) ονομαζόταν ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST) και η πυροσταφυλική τρανσαμινάση (SGPT) αλανινική τρανσφεράση (ALT).
Oι τρανσαμινάσες είναι ένζυμα που παράγονται από το ήπαρ (συκώτι).
Η αύξησή τους συνήθως σημαίνει κάποιου βαθμού βλάβη, στο ήπαρ.
Η σημασία των αυξημένων τρανσαμινασών δεν εξαρτάται τόσο από το ύψος της αύξησης, αλλά κυρίως από τα αίτια του προβλήματος.
Τα αίτια που βλάπτουν το ήπαρ είναι πολλά, με σημαντικότερα τα παρακάτω:
1. Τίς Ιογενείς ηπατίτιδες. Β ή C. Υπολογίζεται ότι 4%- 5% των Ελλήνων έχει ιογενή ηπατίτιδα χωρίς να νιώθει κανένα απολύτως σύμπτωμα. Η διάγνωση βασίζεται σε ειδικές εξετάσεις αίματος και πρέπει να γίνεται έγκαιρα, αφού όσοι μένουν χωρίς θεραπεία έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν κίρρωση ή καρκίνο ήπατος.
2. Αλκοόλ. Καθημερινή κατανάλωση αλκοόλ πάνω από 40 g (2 μπίρες ή μισό μπουκάλι κρασί ή 2 ουίσκι) για άνδρες ή 20 g για γυναίκες σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για ηπατική βλάβη.
3. Φάρμακα. Πρακτικά, όλα τα φάρμακα έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη πιθανότητα να προκαλέσουν ηπατική βλάβη.
4. Άλλα λιγότερο συχνά νοσήματα του ήπατος. Διάφορα αυτοάνοσα, μεταβολικά ή αγγειακά νοσήματα ή νεοπλάσματα. Είναι μάλλον σπάνια και η διάγνωσή τους απαιτεί αρκετά ειδικές εξετάσεις.
5. Λιπώδης διήθηση του ήπατος. Είναι η συχνότερη ηπατική νόσος στο δυτικό κόσμο. Συνήθως εμφανίζεται σε άτομα με παχυσαρκία κεντρικού τύπου (μεγάλη κοιλιά), ψηλά τριγλυκεριδία και/ή σακχαρώδη διαβήτη.
6. Συστηματικά νοσήματα. Πολλά γενικευμένα νοσήματα μπορεί να προσβάλουν το ήπαρ.
Συνεπώς, οι αυξημένες τρανσαμινάσες είναι κατά κανόνα ένα σήμα κινδύνου δείχνοντας κάποια βλάβη στο ήπαρ.
ΦΩΣΦΑΤΑΣΕΣ
Είναι τα ένζυμα που καταλύουν την υδρόλυση των φωσφωρικών εστέρων. Η αλκαλική φωσφατάση στο αίμα μας προέρχεται κυρίως από τα κόκαλα και το συκώτι μας.
Αυξάνει σε παθήσεις των οστών, εφόσον υπάρχει έντονη οστεοβλαστική δραστηριότητα (πχ ραχίτιδα / έλλειψη βιταμίνης D). Μεγαλύτερη είναι η διαγνωστική της αξία σε παθήσεις του ήπατος και κυρίως στη διαφορική διάγνωση του ικτέρου. Αυξάνει περισσότερο στον αποφρακτικό ίκτερο (ενδοηπατική ή εξωηπατική στάση της χολής πχ από λίθο) και λιγότερο στον ηπατοκυτταρικό ίκτερο.
Η όξινη φωσφατάση βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις φυσιολογικά στον προστάτη.
Το επίπεδό της στο αίμα ανεβαίνει στον καρκίνο του προστάτη (το ειδικό προστατικό αντιγόνο PSA αποτελεί την πιο χρήσιμη εξέταση για προστάτη).
Το πλακουντιακό ισοένζυμο της Αλκ.Φωσφ., βρίσκεται ηυξημένο κατα 30 % σε καρκίνο: Ωοθηκών, ενδομητρίου, πνεύμονα, μαστού.
Το εντερικό ισοένζυμο : Σε καρκίνο του γαστρεντερικού.
Φυσιολογικές τιμές
- = 4 – 13 UKA (King-Armstrong) ή 2 – 4,5 U Bodansky
- Όξινη φωσφατάση = 1 – 5 UKA ή 0,5 – 2 U Bodansky
ΧΟΛΕΡΥΘΡΙΝΗ
Παράγεται από τον καταβολισμό της αιμοσφαιρίνης.
Είναι αδιάλυτη στο νερό και γι’ αυτό στο αίμα μόνο συνδεδεμένη με λευκωματίνη μπορεί να βρεθεί (έμμεση χολερυθρίνη).
Στο ήπαρ συνδέεται με γλυκουρονικό οξύ και γίνεται υδατοδιαλυτή (άμεση χολερυθρίνη).
Φυσιολογικές ανώτερες τιμές = 1 mg/dL για την ολική και 0,35 mg/dL για την άμεση
Αύξηση της χολερυθρίνης προκαλείται από αυξημένη διάσπαση της αιμοσφαιρίνης (αιμολυτικός ίκτερος), από ανεπαρκή μεταβολισμό της χολερυθρίνης στο ήπαρ (ηπατοκυτταρικός ίκτερος) και από παρεμπόδιση εκροής της χολερυθρίνης στα χοληφόρα (αποφρακτικός ίκτερος). Η συχνότερη αιτία αυξημένης “χολής” είναι η “πέτρα”.
Το σύνδρομο Gilbert οφείλεται στην κατά περίπου 70% -75% μείωση της δραστηριότητας του ενζύμου….
Γλυκουρονο-Συλο-Τρανσφεράση της φωσφορικής ουριδίνης (UGΤ), ενός ενζύμου που είναι υπεύθυνο για την σύζευξη της χολερυθρίνης και την μετατροπή της σε μονο-γλυκουρονίδιο και δι-γλυκουρονίδιο
(υδατοδιαλυτές μορφές που μπορούν να απεκκριθούν στην χολή).
Το βρίσκουμε συνήθως ….
κατά την διάρκεια ή λίγο μετά την εφηβεία
σε αιματολογικές εξετάσεις ρουτίνας.
Οι συγκεντρώσεις της χολερυθρίνης στον ορό παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις σε κάθε άνθρωπο και στο 25% των ατόμων με σύνδρομο Gilbert παρατηρούνται παροδικά και φυσιολογικές τιμές της χολερυθρίνης.
Πιο αυξημένες τιμές χολερυθρίνης σχετίζονται με
• το Στρες,
• Την Κούραση,
• Την Κατανάλωση Αλκοόλ,
• Την Αφυδάτωση,
• Την Έμμηνο Ρύση,
• Την Νηστεία και
• την περίοδο που συνυπάρχει οξεία νόσος.
Η λήψη τροφής προκαλεί μείωση των τιμών της χολερυθρίνης.
Δεν Υπάρχει Ειδική Βιοχημική Ή Ιστολογική Εξέταση Που Να Επιβεβαιώνει Την Διάγνωση Του Συνδρόμου.
Η διάγνωση στηρίζεται στην απουσία κλινικών συμπτωμάτων και σημείων και στην μέτρηση της χολερυθρίνης, που είναι κατά επικράτηση εμμέσου τύπου <5mg/dl.
Κατά τον εργαστηριακό έλεγχο
οι βιοχημικές εξετάσεις ήπατος
(ALT, AST, γGT)
πρέπει να είναι φυσιολογικές για τον αποκλεισμό υποκείμενης ηπατικής νόσου,
καθώς επίσης και η γαλακτική αφυδρογονάση (LDH) να είναι στα φυσιολογικά όρια,
οι χολοχρωστικές των ούρων και η αντίδραση Coombs αρνητικές και τα δικτυοερυθροκύτταρα (ΔΕΚ) λιγότερα από 2% για τον αποκλεισμό της αιμόλυσης.
Μια παρόμοια αύξηση της χολερυθρίνης στο πλάσμα παρατηρείται επίσης
με διατροφή πτωχή σε λιπίδια
ή οποία επανέρχεται άμεσα με την αποκατάσταση των λιπιδίων στην διατροφή.
Ο ακριβής μηχανισμός της νηστείας και της διατροφικά επαγόμενης υπερ-χολερυθρι-ναιμίας παραμένει ασαφής.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για όποια θεραπεία…
Η ηυξημένη Χολερυθρίνη Του Ορού
• Δεν Σχετίζεται Με Αυξημένη Νοσηρότητα Και
• Δεν Απαιτεί Κάποια Ιδιαίτερη Θεραπεία, Δίαιτα Ή Περιορισμό Των Δραστηριοτήτων Του Ατόμου.
γ-ΓΛΟΥΤΑΜΥΛΟΤΡΑΝΣΦΕΡΑΣΗ (γ-GT)
H γ-γλουταμυλική τρανσφεράση είναι ένζυμο που υπάρχει σε ήπαρ, νεφρούς και πάγκρεας.
Αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο, αλλά όχι ειδικό, δείκτη ηπατικής νόσου. Κοινώς,
Όταν Είναι Αυξημένος Σημαίνει Ότι Το Συκώτι Μας Δεν Πάει Καλά,
αλλά για να δούμε από τι πρέπει να δούμε τους άλλους δείκτες. Μεγάλη αύξηση παρουσιάζει στον αποφρακτικό ίκτερο, σε μεταστατικούς όγκους του ήπατος και φυσικά σε χρόνια κατανάλωση οινοπνεύματος.
Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες =6- 28 U/L
- Στις γυναίκες = 4 – 18 U/L
ΛΙΠΗ
Τα λιπίδια του οργανισμού παίζουν σημαντικότατο ρόλο στο σχηματισμό των ορμονών (στεροειδών, φύλου), είναι υπεύθυνα για το σχηματισμό των μεμβρανών του κυττάρου και αποτελούν πολύτιμες αποθήκες ενέργειας.
Η περίσσεια τους είναι ταυτόσημη με την έναρξη των διαδικασιών της αθηρωμάτωσης, της δημιουργίας πλακών δηλαδή εντός των αρτηριών και της στένωσης αυτών με όλα τα επακόλουθα (πίεση, εμφράγματα, εγκεφαλικά).
Καλή λέμε την HDL (high density lipoprotein, υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη) και
κακή την LDL χοληστερόλη (low density lipoprotein, χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη).
Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι ασθενείς, με υψηλή κακή χοληστερόλη, διατρέχουν εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο (π.χ. ένας διαβητικός ασθενής με έμφραγμα του μυοκαρδίου). Σε αυτή την περίπτωση είναι σκόπιμο τα επίπεδα της «κακής» (LDL) χοληστερόλης να είναι πολύ χαμηλά (ακόμη και κάτω από 70 mg/dL).
Ο γιατρός μας είναι αυτός που τελικά θα προσδιορίσει τα ιδανικά επίπεδα «κακής» (LDL) χοληστερόλης που πρέπει να έχουμε.
Επίσης, είναι σκόπιμο τα επίπεδα της «καλής» (ΗDL) χοληστερόλης να είναι πάνω από 40 mg/dL και των τριγλυκεριδίων κάτω από 150 mg/dL σε όλους τους ασθενείς.
Χοληστερόλη = 150 – 240 mg% (μην ακούτε το 200 που λένε για να γράφουν φάρμακα)
HDL χοληστερόλη: πάνω από 35 mg%
Ολική χοληστερόλη / HDL χοληστερόλη: μικρότερη του 4,5 – 5
Τριγλυκερίδια = 45 – 200 mg%.
Ας μείνουμε για λίγο στα τριγλυκερίδια.Τα τριγλυκερίδια είναι και αυτά λιπίδια που κυκλοφορούν στο αίμα συνδεδεμένα με «οχήματα μεταφοράς». Τα «οχήματα μεταφοράς» που κουβαλούν κατά κύριο λόγο τριγλυκερίδια είναι διαφορετικά από αυτά που κουβαλούν κατά κύριο λόγο χοληστερόλη.
Φαίνεται ότι όσο αυξάνουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων τόσο αυξάνει και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Επίσης, πολύ συχνά τα υψηλά τριγλυκερίδια συνυπάρχουν με χαμηλά επίπεδα «καλής» (ΗDL) χοληστερόλης.
Τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων διακρίνονται ως εξής:
φυσιολογικά όταν είναι μικρότερα από 150 mg/dL, οριακά αυξημένα όταν είναι από 150 έως 200 mg/dL, αυξημένα όταν είναι από 200 έως 500 mg/dL και πολύ αυξημένα όταν είναι πάνω από 500 mg/dL.
Όταν τα τριγλυκερίδια είναι πολύ αυξημένα (πάνω από 500 mg/dL) τότε αυξάνει σημαντικά ο κίνδυνος εμφάνισης οξείας παγκρεατίτιδας.
Η οξεία παγκρεατίτιδα (που σημαίνει οξεία φλεγμονή του παγκρέατος) είναι μία πολύ σοβαρή και δυνητικά θανατηφόρος πάθηση.
Τα τριγλυκερίδια μπορεί να είναι αυξημένα εξαιτίας κληρονομικών ή άλλων λόγων.
Έτσι, η κατάχρηση οινοπνεύματος, ορισμένα φάρμακα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η εγκυμοσύνη, η παχυσαρκία κ.τ.λ. είναι ορισμένα από τα αίτια που αυξάνουν τα τριγλυκερίδια.
Φωσφολιπίδια = 150 – 250 mg%
Αυξημένη χοληστερόλη (αυτό που λέει ο κόσμος χοληστερίνη) παρατηρείται δευτεροπαθώς και σε έδαφος υποθυρεοειδισμού, διαβήτη και νεφρική ανεπάρκεια.
Την HDL τη ρίχνουν η κορτιζόνη, τα οιστρογόνα, τα διουρητικά και οι β-αναστολείς (β-blockers, φάρμακα καρδιάς -συνήθως η ουσία τους λήγει σε -όλη).
Το αλκοόλ φυσικά ανεβάζει τη χοληστερίνη στα ύψη.
Η απώλεια περίπου 5 κιλών σε ένα διάστημα 6 μηνών είναι αρκετή για να βελτιωθούν σημαντικά τα λιπίδια, το ζάχαρο και η πίεση.
Αποτελεί την κύρια εξέταση για την οξεία παγκρεατίτιδα. Αμυλάση άνω του διπλάσιου του ανώτερου φυσιολογικού ορίου (περί τα 240 U/mL δηλαδή) είναι διαγνωστική οξείας παγκρεατίτιδας. Αυξάνει μέσα σε 12 ώρες από την έναρξη της νόσου και φτάνει σε αιχμή σε 1 – 2 μέρες, μετά από όπου αρχίζει και πέφτει. Ψευδώς χαμηλότερα επίπεδα καταγράφονται όταν υπάρχει υπερλιπιδαιμία και χρειάζεται προσεκτική εκτίμηση.
Έχει μεγαλύτερη ειδικότητα από την αμυλάση, αλλά η εξέταση δε διενεργείται στα περισσότερα εργαστήρια. Παραμένει σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την αμυλάση στην οξεία παγκρεατίτιδα.
Υπονατριαιμία (κάτω από 135 mEq/L) μπορεί να προκληθεί από απώλεια Νατρίου, περίσσεια νερού ή μεταβολές του Καλίου. Σημαντική απώλεια Νατρίου μπορεί να συμβεί από το πεπτικό σύστημα σε παρατεταμένους εμετούς ή διάρροια, από τα νεφρά (π.χ. νεφρική ανεπάρκεια), στη νόσο Adisson (ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων), αλλά εξίσου συχνά και από τον ιδρώτα (συχνότερα σε πυρετό και έντονη άσκηση). Οι τραυματισμοί των μυών, η παγκρεατίτιδα, η κίρρωση ήπατος, η καρδιακή ανεπάρκεια, τα διουρητικά, ο υποθυρεοειδισμός (“θυροειδής”), η υπεραναπλήρωση νερού σε έντονη δίψα και η υπέρμετρη λήψη νερού σε ψυχώσεις δίνουν εργαστηριακά πάλι υπονατριαιμία.
Η υπερνατριαιμία, η αύξηση του Νατρίου δηλαδή στο αίμα, είναι λιγότερο συχνή και οφείλεται συνήθεως σε αφυδάτωση.
Φυσιολογικές τιμές = 135 – 146 mEq/L
(Αν Θες Να Το Μάθεις Χρησιμοποίησε Το Μνημονικό Κανόνα MAD: ΚΙΝΟ = Κάλιο Ιn, Νάτριο Out).
Αυτά Τα Δύο, (Πρέπει Να) Βρίσκονται Σε Ισορροπία. Βρίσκεται άφθονο μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια (ερυθροκύτταρα). Υπερκαλιαιμία (πάνω από 5,2 mEq/L) εμφανίζεται
• σε κρίσεις της νόσου του Adisson,
• σε έλλειψη ινσουλίνης (διαβήτη),
• σε χορήγηση πενικιλλίνης G και δακτυλίτιδας,
• σε αιμολυτικές καταστάσεις ή μετάγγιση αιμολυμένου αίματος,
• αλλά και μετά από υπερχορήγηση καλίου όταν αντιμετωπίζουμε την υποκαλιαιμία.
Η υπερβολική κατανάλωση φρούτων μπορεί να οδηγήσει σε υπερκαλιαιμία!
Η υποκαλιαιμία (κάτω από 3,5 mEq/L) είναι συχνότερη της υπερκαλιαιμίας και οφείλεται σε απώλεια Καλίου από το πεπτικό σύστημα (εμετός, διάρροια) ή από τα νεφρά.
Η χρόνια λήψη διουρητικών και η αδρεναλίνη ρίχνουν το Κάλιο, ενώ η χορήγηση ινσουλίνης προκαλεί παροδικά μείωση του Καλίου.
Στα σπάνια αίτια υποκαλιαιμίας συγκαταλέγονται η νευρογενής ανορεξία, ο αλκοολισμός και η έλλειψη φρούτων και λαχανικών από τη διατροφή.
Η πιο πλούσια σε Κάλιο τροφή είναι η μπανάνα.
Φυσιολογικές τιμές = 3,5 – 5,2 mEq/L
Το Ασβέστιο στο αίμα παίζει σημαντικό ρόλο στη δραστικότητα των ενζύμων, στην πήξη του αίματος και στη νευρομυϊκή μεταβίβαση (κινήσεις μυών / οστών).
Στα άτομα μεγάλης ηλικίας η πιο συνηθισμένη αιτία υπερασβεστιαιμίας είναι τα κακοήθη νοσήματα με πρώτο και καλύτερο τον καρκίνο στον πνεύμονα.
Μεγάλη αύξηση του Ασβεστίου παρατηρείται στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό
(παραθυρεοειδείς είναι 4 αδένες “κολλημένοι” πάνω στον θυρεοειδή, μικρότεροι από φακή)
λόγω της κινητοποίησης του Ασβεστίου από τα οστά.
Μικρότερη αύξηση σε υπερβιταμίνωση D.
Μεγάλη υπασβεστιαιμία παρατηρείται στον πρωτοπαθή υποπαραθυρεοειδισμό
(αντίστοιχα, η υπολειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων)
ή συχνότερα από την αφαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων κατά την εγχείρηση αφαίρεσης του θυροειδή.
Το Ασβέστιο ελαττώνεται και σε κακή απορρόφηση από το έντερο ή ανεπαρκή πρόσληψη γαλακτοκομικών και πλατύφυλλων λαχανικών και σε νεφρική ανεπάρκεια ή οξεία παγκρεατίτιδα.
Το Ασβέστιο μειώνεται ανάλογα και με τη μείωση της βιταμίνης D (περιορισμένη έκθεση στον ήλιο, μη επαρκής λήψη λιπών στη διατροφή).
Το μεγαλύτερο μέρος του Φωσφόρου του αίματος αποτελεί ο ανόργανος Φώσφορος (Pi) με τιμές αναφοράς που δίνονται πιο κάτω.
Συχνότερη αιτία αύξησης του Φωσφόρου είναι η νεφρική ανεπάρκεια. Άλλες αιτίες είναι η υπερβολική λήψη υπακτικών
και η διενέργεια υποκλυσμών.
Υποφωσφαταιμία έχουμε σε αλκοολισμό, σύνδρομα δυσαπορρόφησης του εντέρου, κατανάλωση “αντιόξινων δισκίων” γιατί περιέχουν αργίλιο / αλουμίνιο (Al) ή μαγνήσιο (Mg).
Ελάττωση παρατηρείται και σε ραχίτιδα / οστεομαλακία (έλλειψη βιταμίνης D). Η χορήγηση ινσουλίνης (στους διαβητικούς και όχι) προκαλεί απότομη μετακίνηση Φωσφόρου από το αίμα προς το εσωτερικό των κυττάρων και αυτό μπορεί να μας μπερδέψει (να “κρύβεται” ουσιαστικά μέσα στα κύτταρα, οπότε δε χρειάζεται να τον χορηγήσουμε).
Αντίθετα, αυξημένο βρίσκεται σε υπερβολική λήψη αντιόξινων (λέγε με Maalox) που περιέχουν υδροξείδια του Μαγνησίου, αλλά και σε νεφρική ανεπάρκεια (όπου δεν απεκκρίνεται, “καθαρίζεται”).
- Χλωριούχα = 95 – 105 mEq/L
- Διττανθρακικά = 21 – 28 mEq/L
Φυσιολογικές τιμές = 100 – 200 μg %
ΣΙΔΗΡΟΣ (Fe)
Ο Σίδηρος είναι απαραίτητο στοιχείο για κάθε ανθρώπινο κύτταρο, δρα ως μεταφορέας οξυγόνου και ηλεκτρονίων, ως καταλύτης στην οξείδωση (“καύσεις”) και σε άλλες μεταβολικές οδούς και παίζει ποσοτικά το σπουδαιότερο ρόλο στον οξειδωτικό μεταβολισμό, στην κυτταρική ανάπτυξη και στον πολλαπλασιασμό, όπως και στη μεταφορά και αποθήκευση. Ο Σίδηρος λειτουργεί, μεταφέρεται και αποθηκεύεται ως συστατικό ποικιλίας ενώσεών του και ποτέ ως ελεύθερο κατιόν, γιατί είναι επικίνδυνος. Στον άνθρωπο μεταφέρεται και αποθηκεύεται μέσω 3 πρωτεϊνών: της τρανσφερρίνης, του υποδοχέα της τρανσφερρίνης και της φερριτίνης.
Φυσιολογικές τιμές:
- Γυναίκες = 60 – 135 μg % (40 mg / kg βάρους)
- Άνδρες = 80 – 160 μg % (50 mg / kg βάρους)
Η τρανσφερρίνη ή σιδηροφυλλίνη είναι η πρωτεΐνη μεταφοράς του σιδήρου στο αίμα για τις ανάγκες των ιστών. Συντίθεται κυρίως στο συκώτι. Φυσιολογικές τιμές = 200 – 375 mg/mL ή γύρω στο 1 mg/kg βάρους σώματος
Η φερριτίνη είναι η κύρια πρωτεΐνη αποθήκευσης του σιδήρου και αποτελείται από ένα πρωτεϊνικό κέλυφος / περίβλημα (την καλούμενη αποφερριτίνη), στο κέντρο του οποίου υπάρχει κοιλότητα όπου αποθηκεύεται ο Σίδηρος. Μπορεί να αποθηκεύσει ως και 4.500 άτομα Σιδήρου, τα οποία αποδίδονται με ευχέρεια για να χρησιμοποιηθούν. Η στάθμη της στο αίμα ανανακλά το Σίδηρο των “αποθηκών” του οργανισμού. Φυσιολογικές τιμές = 4 mg/kg βάρους σώματος για τις γυναίκες και 8 mg/kg για τους άνδρες
Η αιμοσιδηρίνη είναι μορφή αποθήκευσης του Σιδήρου και αποτελείται από αδιάλυτα κοκκία σιδήρου χωρίς πρωτεϊνικό κέλυφος. Είναι πιο μόνιμες “αποθήκες” και συνήθως βρίσκονται ως παθολογικές εναποθέσεις. Φυσιολογικές τιμές = 2 mg/kg βάρους σώματος για τις γυναίκες και 4 mg/kg για τους άνδρες
Παράγοντες που ευνοούν την απορρόφηση Σιδήρου είναι η πρόσληψη ζωικών τροφών, όπως συκωταριές και κρέας γενικότερα (όχι το γάλα και τα αυγά), το όξινο pH (“ξινά” φαγητά), οι αναγωγικές / “αντιοξειδωτικές” ουσίες (βιταμίνες Ε και C, σκόρδα και πορτοκάλια δηλαδή) και τα αλκοολούχα ποτά που περιέχουν Σίδηρο (το κόκκινο κρασί είναι αυτό). Χαμηλό Σίδηρο έχουμε σε απώλεια αίματος κάθε αιτιολογίας, σε πλημμελή απορρόφησή του από το έντερο, σε αυξημένες απαιτήσεις του οργανισμού σε Σίδηρο (ανάπτυξη, περίοδος στις γυναίκες, κύηση, θηλασμός) και σε ανεπαρκή πρόσληψη.
Η απώλεια αίματος μπορεί να έχει να κάνει π.χ. ακόμα και με ανώμαλη ερυθροποίηση, δηλαδή σχηματισμό ερυθροκυττάρων όχι απολύτως φυσιολογικών (όπως στην έλλειψη ενζύμου -G6PD- και στο στίγμα της Μεσογειακής αναιμίας, όπου καταστρέφονται εύκολα τα ερυθρά αιμοσφαίρια και υπάρχουν μεγάλες ανάγκες στο να αντικατασταθούν, άρα και μεγάλες ανάγκες σε Σίδηρο).
Check Up 4 / 5: Εξετάσεις ούρων
Η βιοχημική ανάλυση των ούρων είναι πολύ συνηθισμένη στην καθημερινή πρακτική στο νοσοκομείο.
Η συλλογή των ούρων γίνεται σε καθαρό φιαλίδιο (κοστίζει ελάχιστα σε ένα φαρμακείο), αφού προηγηθεί τοπικός καθαρισμός των έξω γεννητικών οργάνων.
Η συλλογή των πρωινών ούρων είναι συνήθως πιο κατάλληλη, γιατί τα πρωινά ούρα είναι κατά κανόνα πυκνά και περιέχουν τα παθολογικά στοιχεία που αναζητούνται..
Όταν η συλλογή γίνεται για “καλλιέργεια” (δηλαδή υποπτευόμαστε “μόλυνση”, δηλαδή λοίμωξη της περιοχής) τότε πρέπει να συλλέγεται δείγμα από το μέσον της ούρησης.
Το δείγμα πρέπει να μεταφέρεται συντόμως για εξέταση, μιας και αλλοιώνεται η σύστασή του γρήγορα.
Η καστανή χροιά των ούρων μπορεί να οφείλεται σε αίμα, αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη, φάρμακα ή άλλες χρωστικές. Καστανή χροιά που μετετρέπεται σιγά σιγά σε πρασινωπή οφείλεται σε ύπαρξη χολερυθρίνης ή χολοχρωστικών (“χρωστικών της χολής” -υπεύθυνες για τον ίκτερο). Αν μετά από ανακίνηση του δοχείου των ούρων σχηματίζεται αφρός που δεν εξαφανίζεται εύκολα, αυτό σημαίνει απώλεια πρωτεϊνών από τα ούρα (παθολογική πρωτεϊνουρία).
Από την άλλη, ο προσδιορισμός του ειδικού βάρους έχει μεγάλη σημασία και παρ’ότι πρόκειται για απλή εξέταση, εκφράζει την ικανότητα των νεφρών να αραιώνουν και να συμπυκνώνουν τα ούρα.
Ο έλεγχος συμπύκνωσης των ούρων γίνεται μετά από στέρηση υγρών τουλάχιστον για 12 ώρες. Έτσι, αξάνεται η έκκριση της AVP (αντιδιουρητικής ορμόνης, ADH), στην οποία οι νεφροί απαντούν με αυξημένη επαναρρόφηση νερού (αποβάλλεται λιγότερο νερό στα ούρα), με αποτέλεσμα τη συμπύκνωση των ούρων.
Η δοκιμασία αραίωσης των ούρων γίνεται με χορήγηση άφθονων υγρών σε μικρό χρονικό διάστημα (15 – 20 λεπτά) και μέτρηση κατόπιν του ειδικού βάρους των ούρων που αποβάλλονται τις επόμενες 4 ώρες. Η μεγάλη περιέκτικότητα των ούρων σε σάκχαρο και πρωτεΐνη ανεβάζουν το ειδικό βάρος.
Η διατροφή και τα φάρμακα επηρεάζουν πολύ το pH των ούρων. Γενικά, το pH αντανακλά τη σχέση βασικών και όξινων ρυθμιστικών συστατικών και μας βοηθά να αντιληφθούμε μια αντίστοιχη διαταραχή στο αίμα (“καθρέφτης” – ουσιαστικά τα ούρα είναι ένα διήθημα του αίματος).
Ο ποιοτικός έλεγχος των πρωτεϊνών στα ούρα γίνεται με ειδικές ταινίες και η παρουσία πρωτεΐνης εκτιμάται με σταυρούς ανάλογα με τη θολερότητα του ιζήματος
(+ λίγο θετικά, έως ++++ ή και +++++ για τα καραμπινάτα περιστατικά). Βαθμολογία πάνω από +++ (3 σταυρούς) σημαίνει μετρητό λεύκωμα / πρωτεΐνη στα ούρα και πρέπει να ακολουθήσει ποσοτικός προσδιορισμός. Ο ποσοτικός προσδιορισμός γίνεται, όμως, σε ούρα 24ώρου.
Το να βρεθεί πρωτεΐνη στα ούρα σημαίνει κατά κανόνα νεφρική νόσο (και κυρίως σπειραματο-νεφρίτιδα).
ΣΑΚΧΑΡΟ
Η μέτρηση του σακχάρου στα ούρα γίνεται με ταινίες εμποτισμένες με οξειδάση της γλυκόζης και χρωστική.
Η ανεύρεση σακχάρου στα ούρα σημαίνει αρρύθμιστο σακχαρώδη διαβήτη ή προχωρημένου βαθμού διαβηρική νεφροπάθεια και νεφρικές παθήσεις με διαταραχή στην επαναρρόφηση γλυκόζης από τα νεφρικά σωληνάρια.
ΚΕΤΟΝΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ
Κετονικές ουσίες είναι η ακετόνη (“ασετόν” -ναι, το κατουράμε!), το ακετοξεικό οξύ και το β-υδροξυ-βουτυρικό οξύ και η ανίχνευσή τους στα ούρα σημαίνει διαβητική κετοξέωση, αφυδάτωση, υποσιτισμό ή άλλες παθολογικές καταστάσεις με διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων.
ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΥΡΩΝ
Κύτταρα: Τα ούρα φυσιολογικών ατόμων περιέχουν 0 – 3 ερυθρά αιμοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο (κοπ).
Η ανεύρεση περισσότερων ερυθροκυττάρων στα ούρα σημαίνει τραυματισμό της περιοχής, λίθο, ουρολοίμωξη ή νεφρική πάθηση.
Τα λευκά αιμοσφαίρια ή πυοσφαίρια εμφανίζονται 2 – 3 κοπ φυσιολογικά. Η παρουσία περισσότερων από 30 – 40 λευκοκύτταρα στα ούρα σημαίνει λοίμωξη των ουροφόρων οδών και χρειάζεται να γίνει ποσοτική καλλιέργεια ούρων και αντιβιόγραμμα (για να ανευρεθεί ο υπεύθυνος μικροβιολογικός παράγοντας και να επιλεχθεί το κατάλληλο αντιβιοτικό). Τα επιθηλιακά κύτταρα είναι κύτταρα που “ξεκολλούν” από τα τοιχώματα των ουριφόρων οδών και αποβάλλονται μαζί με τα ούρα. Πολλά μηχανήματα τα αναγνωρίζουν ως λευκοκύτταρα δίνοντάς μας λάθος εντύπωση για λοίμωξη, ενώ δεν υπάρχει.
Τα ηωσινόφιλα απαντώνται στα ούρα ασθενών με αλλεργική διάμεση νεφρίτιδα σε ποσοστό 90 % (προσωπικά το έχω δει μόνο 1 φορά τόσα χρόνια).
Η αιματουρία παρατηρείται και χωρίς υποκείμενη παθολογία των νεφρών σε μεγάλο πυρετό, σε έντονη σωματική άσκηση και σε γυναίκες στην περίοδό τους πάνω (το αίμα στην τελευταί περίπτωση ξέρετε πως δεν είναι ζωηρό κόκκινο).
Κύλινδροι: Αποτελούν κυλινδρικά μορφώματα, σύμφωνα με το εκμαγείο του αυλού των ουροφόρων σωληναρίων. Διακρίνονται σε υαλώδεις, υαλοκοκκώδεις, κοκκώδεις, επιθηλιακούς και αιμορραγικούς κυλίνδρους. Το βασικό υλικό συγκόλλησης κυττάρων είναι μια φυσιολογική βλεννοπρωτεΐνη, η πρωτεΐνη Tamm-Horsfall, που εκκρίνεται στα νεφρικά σωληνάρια. Παράγεται σε μεγάλες ποσότητες σε νοσήματα του νεφρού και σε λοιμώξεις, ενώ καθιζάνει εύκολα στο όξινο περιβάλλον του νεφρού (ιδιαίτερα όταν ο ασθενής έχει ολιγουρία).
Οι υαλώδεις κύλινδροι είναι οι μόνοι που δεν υποσημαίνουν κάποια ποθολογία.
Κρύσταλλοι: Στα φυσιολογικά ούρα ανευρίσκονται διάφοροι κρύσταλλοι που δεν αντανακλούν συνήθως σε νεφρικές παθήσεις. Αντίθετα, η παρουσία κρυστάλλων κυστίνης είναι παθολογικό εύρημα και σημαίνει βλάβη του νεφρού (η λεγόμενη κυστινουρία).
Ορμονολογικές εξετάσεις
• τα γλυκο-κορτικοειδή –όπως η κορτιζόνη- με τα αλατο-κορτικοειδή,
• τις κατεχολαμίνες –αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη- αλλά και
• ορμόνες του φύλου -σε μικρότερα ποσά από τα γεννητικά όργανα φυσικά).
Οι τιμές εξαρτώνται από το πόσο αλάτι (χλωριούχο νάτριο, NaCl) καταναλώνουμε συνήθως, αλλά και από τη θέση του σώματος (σε όρθια θέση είναι ψηλότερες οι τιμές της).
Η λειτουργία της ορμόνης έχει να κάνει με την ανταλλαγή των ιόντων Καλίου και Νατρίου στον οργανισμό, σα να λέμε ένας μηχανισμός ομοιόστασης.
Σε ελεύθερη λήψη αλατιού και σε κατάκλιση οι φυσιολογικές τιμές είναι 4,8 – 14,8 ng/dL, ενώ μετά από ορθοστασία 4 ωρών οι φυσιολογικές τιμές είναι 12 – 30 ng/dL. Η φυσιολογική αποβολή στα ούρα είναι 6 – 8 μg/24ωρο.
Οι τιμές στο αίμα το πρωί και μετά από νηστεία (αυτό που δεν τρως βαριά το προηγούμενο βράδυ και τίποτα το πρωί πριν σου πάρουν αίμα δηλαδή) έχουν φυσιολογικά όρια από 0 ως 10 ng/mL.
Ο απλός προσδιορισμός της δεν έχει διαγνωστική αξία, παρά μόνο σε συνδυασμό με δυναμικές δοκιμασίες. Π.χ. στη δοκιμασία φόρτωσης με γλυκόζη (η δοκιμασία που προσπαθούν να βρουν αν έχεις ζάχαρο όταν έχεις οριακές τιμές και σου παίρνουν αίμα κάθε τρεις και λίγο την ίδια μέρα), επί ακρομεγαλίας (μεγάλα άκρα, μύτη, αυτιά, χείλη), παρατηρείται αύξηση των τιμών της ορμόνης ή παραμονή στα ίδια επίπεδα με τη βασική τιμή.
Αντίθετα, σε φυσιολογικά άτομα παρατηρείται πτώση της GH κάτω του 1 ng/mL κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας.
• η Θυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) και
• η Ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH),
οι οποίες ρυθμίζουν τη λειτουργία των γεννητικών αδένων (ωριμάζουν το σπερματοζωάριο και το ωάριο, ευθύνονται για τον κύκλο της περιόδου, σύλληψη – κύηση).
Στην εμμηνόπαυση και μετά οι τιμές αυτών των δύο ορμονών αυξάνονται πάρα πολύ.
- Για τις γυναίκες: 1 -22 mIU/mL ( 20 – 70 mIU/mL στη μέση του καταμήνιου κύκλου)
- Για τους άνδρες: 0 – 9 mIU/mL
Οι τιμές αναφοράς στους άνδρες είναι 1,9 – 4,9 μg/mL και στις γυναίκες 1,3 – 3,6 μg/mL.
(αύξηση των θυρεοειδικών κυττάρων, σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών, πρόσληψη ιωδίου, δέσμευση τυροσινών –απελευθέρωση θυρεοειδικών ορμονών στο σώμα).
Φυσιολογικές τιμές είναι από 0,17 – 4 mIU/L.
Αποτελεί τον καλύτερο δείκτη για τη διάγνωση ευθυρεοειδισμού (το ότι όλα πάνε καλά δηλαδή με το θυρεοειδή σου).
Με τις νεότερες μεθόδους προσδιορισμού επιτυγχάνεται ικανοποιητική ακρίβεια, ώστε τιμές πολύ χαμηλές (κάτω από 0,15) να είναι διαγνωστικές υπερθυρεοειδισμού.
Για τις περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού τιμές άνω του 5 είναι διαγνωστικές.
Ο προσδιορισμός αποτελεί την πρώτη ένδειξη για τη λειτουργία του θυρεοειδή.
Επειδή οι θυρεοειδικές ορμόνες κυκλοφορούν στο αίμα κατά το μεγαλύτερο μέρος τους συνδεδεμένες με πρωτεΐνες (κυρίως με την TBG, thyroxine binding globulin) και δραστικές είναι οι ελεύθερες ορμόνες, οι οποίες και αποτελούν ένα πολύ κλάσμα
(π.χ. για την Τ4 μόλις το 0,05 %), οι μεταβολές των πρωτεϊνών επηρεάζουν τις θυρεοειδικές ορμόνες.
Μια τέτοια κατάσταση είναι η εγκυμοσύνη, κατά την οποία αυξάνει η TBG και η ολική Τ4, χωρίς όμως αύξηση της ελεύθερης Τ4.
Επίσης, φαρμακευτικοί ή ιδιοσυστατικοί παράγοντες επηρεάζουν τα επίπεδα της θυροξίνης.
Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να προσδιορίζεται η ελεύθερη Τ4 ή να σχετίζεται ο προσδιορισμός της με την TBG.
Η τελευταία προσδιορίζεται άμεσα στο αίμα, καθώς και έμμεσα μέσω της πρόσληψης ραδιενεργού Τ3 ή Τ4 από το αίμα (Τ3 ή Τ4 uptake).
Ο συνδυασμός Τ3 uptake και ολικής Τ4 δίνει το δείκτη ελεύθερης θυροξίνης, που είναι ο πλέον αξιόπιστος δείκτης για τη λειτουργία του θυρεοειδή.
Αν και κυκλοφορεί σε ποσότητες πολύ μικρότερες της θυροξίνης (Τ4), φαίνεται πως είναι η κύρια δραστική ορμόνη του θυρεοειδούς, καθώς η θυροξίνη παίζει το ρόλο της προορμόνης που μεταβολίζεται σε Τ3 στην περιφέρεια.
Η αυξημένη Τ3 έχει ιδιαίτερη σημασία στη διάγνωση της Τ3 θυρεοτοξίκωσης, δηλαδή της κατάστασης στην οποία σημειώνεται αύξηση της Τ3 χωρίς αύξηση της Τ4.
Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν το 5 % των υπερθυρεοειδικών.
Σε πολλές καταστάσεις η μετατροπή της Τ4 σε Τ3 αναστέλλεται και ως εκ τούτου εμφανίζεται χαμηλή Τ3, χωρίς όμως να ελαττώνεται η Τ4. Γι’ αυτό χαμηλή μόνο Τ3 ΔΕΝ αποτελεί ασφαλή ένδειξη υποθυρεοειδισμού. Επίσης, επειδή σε σοβαρές ασθένειες η μετατροπή της Τ4 σε Τ3 αναστέλλεται, είναι δυνατόν να υπάρχει υπερθυρεοειδισμός και η Τ3 να μην είναι αυξημένη. Γενικώς, η Τ3 επιβεβαιώνει τη διάγνωση σχετικά με μια πάθηση του θυρεοειδή, αλλά ποτέ δεν την κρίνει.
Αυξημένες τιμές μαζί με υπογλυκαιμία παρατηρούνται στο ινσουλίνωμα, έναν όγκο του παγκρέατος.
Χαμηλές τιμές βρίσκονται στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, καθώς και μετά από αφαίρεση του παγκρέατος (αφού εκεί παράγεται).
κάτ ι σημαίνουν «αντίσταση στην ινσουλίνη»
και παρατηρούνται σε παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, ουραιμία και υπερ-κορτιζολαιμία.
Η τιμή του διαχωρίζει την προέλευση της ινσουλίνης στο αίμα.
Αν η ινσουλίνη είναι Υψηλή και οφείλεται σε υπερβολική δόση της εξωγενώς, τότε το πεπτίδιο είναι χαμηλό.
Αν παράγεται ενδογενώς ινσουλίνη, τότε το πεπτίδιο ακολουθεί τα ψηλά επίπεδα ινσουλίνης.
Φυσιολογικές τιμές: 1 – 4 ng/mL.
Μετράμε όμως τους μεταβολίτες τους στα ούρα.
Μετά από διακοπή όλων των φαρμάκων της πίεσης για 2 μέρες μαζεύουμε τα ούρα ενός 24ώρου.
Το βανιλινο-μανδελικό οξύ (VMA) / οι ολικές ελεύθερες κατεχολαμίνες ούρων 24ώρου είναι 0 – 100 μg.
Ένας απλός προσδιορισμός της κορτιζόλης σε τυχαίο δείγμα ΔΕ βοηθά στη διάγνωση, εξαιτίας των μεγάλων ημερήσιων μεταβολών, αλλά και της επίδρασης του stress στην παραγωγή της.
Αύξησή της μπορεί να σημαίνει πάθηση των επινεφριδίων ή/και της υπόφυσης.
Πριν την εφηβεία οι φυσιολογικές τιμές είναι 10 – 20 ng/dL και για τα δύο φύλα, ενώ μετά στους άνδρες είναι 250 – 750 και στις γυναίκες 11 – 80
Χαμηλές τιμές στους άνδρες ανευρίσκονται σε υπολειτουργία των όρχεων με υπογονιμότητα και σε ανικανότητα.
Αν οι τιμές της τεστοστερόνης είναι πάνω από 200 ng/dL στις γυναίκες, τότε ψάχνουμε για όγκο στην ωοθήκη.
Τα οιστρογόνα δεν τα μετράμε συχνά στην καθ’ημέρα κλινική πράξη, εκτός αν πρόκειται για διερεύνηση υπογονιμότητας σε γυναίκες ή αν θέλουμε να δώσουμε υποκατάσταση σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που κινδυνεύουν από οστεοπόρωση και καρδιακά επεισόδια αν δεν πάρουν υποκατάσταση.
Κάθε εργαστήριο έχει δικές του τιμές αναφοράς. Χάος
Είναι ένα ένζυμο που παράγεται στο νεφρό και ρυθμίζει την πίεσή μας. Όταν είναι πεσμένη, σημαίνει ότι το νεφρό δεν πάει καλά ή ότι κάτι καταστέλλει την παραγωγή της.
Δρα συνεργικά με την αλδοστερόνη και γενικά είναι η ουσία που παράγεται αντιδραστικά στην πίεση (π.χ. αν αντιληφθεί μικρή πίεση αυξάνει την έκκρισή της και ανεβαίνει η πίεση, αντίθετα δεν απελευθερώνεται όταν η πίεση είναι μεγάλη).
πηγή : Kosmaser's weblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου