Ο χειμαρρώδης και δημιουργικός, αιώνια ανήσυχος και πάντα υποψιασμένος, καλλιτέχνης και φύσει ον πολιτικό με την αριστοτελική έννοια Θάνος Μικρούτσικος μίλησε στους United Reporters για την τέχνη του και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη χώρα μας.
Αφορμή για τη συζήτησή μας η έναρξη της χειμερινής περιοδείας του στην ελληνική περιφέρεια έχοντας στο πλευρό του την ερμηνεύτρια Ρίτα Αντωνοπούλου και έναν από τους ενδιάμεσους σταθμούς την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Ξεκινάτε μία σειρά εμφανίσεων στην ελληνική περιφέρεια συντροφιά με τη Ρίτα Αντωνοπούλου σε ένα πρόγραμμα για πιάνο και φωνή. Θα είστε μόνο οι δυο σας πάνω στην σκηνή;
Ναι, θα είμαστε μόνο οι δυο μας. Επειδή πολλοί πιστεύουν ότι μία παράσταση για πιάνο και φωνή είναι φτωχή, εγώ δε θα την ονόμαζα ποτέ φτωχή θα την ονόμαζα ίσως λιτή, αλλά με φοβερά πλεονεκτήματα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Βασική προϋπόθεση είναι η φωνή και ο πιανίστας να έχουν πολύ μεγάλες δυνατότητες. Κι επειδή έχω μία μεγάλη εμπειρία στο τραγούδι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε αυτές τις μορφές δηλαδή για μια φωνή και ένα πιάνο ελάχιστοι τραγουδιστές τα καταφέρνουν. Ακόμα και μεγάλα ονόματα δε μπορούν να αντέξουν το βάρος μιας δίωρης και τρίωρης παράστασης στην οποία βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα όργανο και με το κοινό.
Απαιτούνται πολύ μεγάλες δυνατότητες και αντοχές από την πλευρά των δύο προσώπων. Πιστεύω ότι η Ρίτα είναι ίσως η μόνη Ελληνίδα τραγουδίστρια που μπορεί να το κάνει αυτό σήμερα. Γιατί είναι πολύ σημαντική αυτή η μορφή παράστασης; Γιατί το λέει κάπου και ο μέγας ποιητής ο Σεφέρης «γεμίσαμε το τραγούδι μας με στολή και ορισμένες φορές το καταστρέφουμε». Και έχει δίκιο σ’ αυτό γιατί στο τραγούδι για φωνή και πιάνο ξεγυμνώνεται η ουσία του και εκεί αποδεικνύεται αν είναι σπουδαίο τραγούδι και πόσο θελκτικό είναι μέσα στη γύμνια του. Αυτή η λιτή μορφή αναδεικνύει το μελωδικό υλικό, αναδεικνύει το αρμονικό υλικό ή και το αυτοσχεδιαστικό υλικό που μπορεί να υπάρχει πολύ περισσότερο και εντονότερα απ’ ότι αν είχαμε πάνω στην σκηνή, όχι απλώς πέντε μουσικούς, αλλά ακόμα και ορχήστρα. Γι’ αυτό άλλωστε οι μεγάλοι κλασικοί ένα πολύ μεγάλο μέρος του έργου τους ήταν για φωνή και πιάνο. Απλώς το ξεχάσαμε στην Ελλάδα μετά τη δεκαετία του ’50. Το έκανε μόνο ο Μάνος Χατζιδάκις κάποιες φορές και μετά από αυτόν εγώ.
Τη Ρίτα Αντωνοπούλου την συστήσατε εσείς δισκογραφικά στο κοινό το 2007 και μαζί της έχετε συνεργαστεί πολλές φορές τόσο επί σκηνής όσο και δισκογραφικά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η μούσα σας;
Το 2007 κάναμε τον πρώτο δίσκο αλλά ταυτόχρονα τα πρώτα τέσσερα χρόνια με τη Ρίτα κάναμε πάρα πολλές συναυλίες. Συνεργαζόμουν βεβαίως και με άλλους τραγουδιστές, στην αρχή με τον Γιάννη Κούτρα και τη Ρίτα, μετά με το Μίλτο Πασχαλίδη και τη Ρίτα, αργότερα με τον Χρήστο Θηβαίο και τη Ρίτα. Επίσης ήταν η βασική μου ερμηνεύτρια το 2009 στο Ηρώδειο σε μία εκπληκτική δική της εμφάνιση με την Καμεράτα και τον Αλέξανδρο Μυράτ μαέστρο, εκεί την είδε 9.000 κόσμος και την αποθέωσε πραγματικά. Όπως επίσης και σε μία σειρά παραστάσεων τον περασμένο Δεκέμβριο στο Μέγαρο Μουσικής. Από τους νεότερους ερμηνευτές είναι η βασική μου ερμηνεύτρια.
Το πρόγραμμά σας θα περιλαμβάνει μόνο τραγούδια που έχετε γράψει ο ίδιος ή θα εντάξετε κι άλλων συνθετών;
Εγώ παρότι ξέρετε έχω έναν αριθμό 500 τραγουδιών, τα οποία για να χωρέσουν θα ‘πρεπε να γίνει μία παράσταση 24 ωρών και παραπάνω, εντούτοις πάντοτε σε όλων των ειδών τις παραστάσεις εκτός από ειδικά project, βάζω και τραγούδια άλλων συνθετών που αρέσουνε σε ‘μένα. Σε αυτή την παράσταση θα ακούσει το κοινό και τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Ζακ Μπρελ, ενός Ισπανού συνεργάτη του Αλμοδοβάρ, του Σταμάτη Κραουνάκη. Γιατί με ενδιαφέρουν δύο χαρακτηριστικά σ’ αυτή την παράσταση: το ένα είναι το στοιχείο της ερμηνείας είτε από τη φωνή είτε από το πιάνο και κάποια από αυτά τα τραγούδια, όπως η Περσεφόνη του Χατζιδάκι ή το Άσμα ασμάτων από το Μαουτχάουζεν του Θεοδωράκη, μας δίνουν τη δυνατότητα να γίνουν σπουδαίες ερμηνείες πάνω στην σκηνή. Το άλλο κομμάτι του προγράμματος είναι η ταύτιση με το κοινό και τραγούδια όπως το Αυτή η νύχτα μένει του Σταμάτη Κραουνάκη ή η Φαίδρα του Θεοδωράκη μας δίνουν τη δυνατότητα ακριβώς μαζί με τα άλλα δικά μου τραγούδια να γίνει η ταύτιση με το κοινό. Σε ότι αφορά τα τραγούδια τα δικά μου, θα είναι ένα απόσπασμα από τον Σταυρό του Νότου γιατί αυτό το απαιτεί και το κοινό, αλλά ταυτόχρονα κάθε φορά το παρουσιάζω με έναν καινούριο τρόπο και επίσης τραγούδια από όλη την άλλη μου διαδρομή αλλά και από δισκογραφία με τη Ρίτα.
Βεβαίως κάποια τραγούδια επαναλαμβάνονται και είναι αδύνατο να κάνεις μία συναυλία και να μην πεις στο κοινό το Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις, δε μπορείς να μην πεις στο κοινό τους Εφτά νάνους γιατί το ζητάνε συνεχώς. Το θέμα είναι πώς θα το πεις, πώς θα το παρουσιάσεις. Μπορεί κάποια τα τραγούδια να είναι πάντα σταθερά, αλλά αλλάζει η μορφή των υλικών και αυτό είναι για ‘μένα στοιχείο της ζωής της τέχνης. Και μόνο έτσι μπορεί να ζει η τέχνη, όταν δίνει στην σκηνή θέση για το απρόβλεπτο.
Πιστεύετε ότι έργα όπως ο Σταυρός του Νότου ή ο Μεγάλος Ερωτικός του Χατζιδάκι μπορούν να λειτουργήσουν ως μία πράξη αντίστασης στην καταχνιά των ημερών; Ως μία πηγή φωτός στο απόλυτο σκοτάδι;
Εγώ θα έλεγα πριν φθάσουμε στη συγκυρία της κρίσης να μεταθέσουμε το ερώτημα στο 1998. Την εποχή της πλαστής ευμάρειας, τότε που όλοι νόμιζαν ότι ο καθένας μας είναι πλούσιος να ξοδεύει ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι με μία κάρτα μέσα από μία τράπεζα. Το ίδιο και τότε αυτά τα έργα και άλλα σπουδαίων συνθετών ήταν μία πράξη αντίστασης. Δεν είναι μόνο η σημερινή συγκυρία που καθιστά τα έργα «αντιστασιακά». Ήταν το ίδιο και στην εποχή της πλαστής ευμάρειας και θα σας έλεγα ίσως ακόμη περισσότερο τότε, γιατί τότε κυριαρχούσε το ευτελές κυρίως εκπορευόμενο από τις τηλεοράσεις και από τα μεγάλα ραδιόφωνα και είχε την αντανάκλαση και στην πραγματική κοινωνία.
Όταν ο Ρουβάς έβγαζε το τραγούδι Όλα καλά αυτό το όλα καλά δεν ήταν μόνο προσωπικό ζήτημα, ήταν και γενικότερο, έκλεινε το μάτι ότι σ’ αυτή την κοινωνία όλα είναι καλά. Ερχόταν ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας την ίδια χρονιά και έλεγαν τις Τρύπιες Σημαίες, ένα εκπληκτικό τραγούδι που ήταν αντίσταση την εποχή εκείνη. Βεβαίως τα σπουδαία έργα, όχι τα έργα που είναι συνθηματολογικά αλλά τα σπουδαία , σήμερα στην κρίση εμψυχώνουν τον κόσμο. Και πρέπει να σας πω ότι εγώ παρόλη την ηλικία μου δεν κάθομαι φρόνιμα. Δηλαδή από την ώρα που μπήκαμε στο ΔΝΤ και στην τρόικα (Μάιος 2010) μέχρι τώρα πρέπει να έχω κάνει πάνω από 200 συναυλίες με κοινό νέων πολύ έντονο και βλέπω ότι και με εμψυχώνουν και εμψυχώνονται από αυτά τα τραγούδια που παρουσιάζω. Αποδεικνύεται στην πράξη αυτό που λέτε, με τη διαφορά ότι εγώ θα πρόσθετα ότι και στην προηγούμενη περίοδο της πλαστής ευμάρειας ο Μεγάλος Ερωτικός, η Κατάσταση Πολιορκίας, το Canto General του Μίκη, τοΡεμπέτικο του Ξαρχάκου, οι κύκλοι τραγουδιών του Σαββόπουλου, ο Σταυρός του Νότου συν τα έργα της νεότερης γενιάς Χάρης-Πάνος (Κατσιμίχας), Λαυρέντης (Μαχαιρίτσας), Μάλαμας, Θηβαίος, Πασχαλίδης, Περίδης των οποίων τα κομμάτια έχουν κι αυτό το χαρακτηριστικό.
Προσωπικά δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι σήμερα δε γράφονται πολιτικά τραγούδια. Κατά την ταπεινή μου άποψη οι Τρύπιες Σημαίες που αναφέρατε είναι ένα πολιτικό τραγούδι…
Eίναι μερικοί επιπόλαιοι που λένε ότι δε γράφονται πολιτικά τραγούδια. Κάποιοι άλλοι που δεν είναι επιπόλαιοι και το λένε μπερδεύονται γιατί περιμένουν να γραφτεί ένα τραγούδι όπως ήταν εκείνα της δεκαετίας του ’70 για να το πουν πολιτικό. Οι Τρύπιες Σημαίες είναι το σημαντικότερο μαζί με το Σιγά μην κλάψω του Αγγελάκα πολιτικό τραγούδι της τελευταίας δεκαετίας.
Παρόλα αυτά κ. Μικρούτσικε, ακόμα και σήμερα που έχουν παρέλθει τα χρόνια της πλαστής ευμάρειας, αυτά τα τραγούδια στη δισκογραφία εξακολουθούν να είναι μειοψηφία…
Θα διαφωνήσω μαζί σας στο εξής: δεν υπάρχει από το 2006 και μετά δισκογραφία για να πει κανείς τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Η δισκογραφία μάς τελείωσε. Δύο μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες που έμειναν, διαχειρίζονται μέσω εφημερίδων το παλιό υλικό. Από την στιγμή που δεν υπάρχει δισκογραφία δε μπορώ να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ευρώπη, έκλεισε μέχρι και ο γίγαντας EMI Classics που ήταν από το 1898. Οι δικές μας εταιρείες εδώ δεν υπολειτουργούν, έχουν κλείσει επί της ουσίας. Η Sony δεν υπάρχει, η Polygram έχει τρεις καλλιτέχνες κι αυτούς απλά τούς διανέμει το υλικό, το ίδιο και η Minos EMI έχει τρεις-τέσσερις και τούς διανέμει το υλικό μέσω κάποιων -ελάχιστων πια- εφημερίδων. Συνεπώς, δισκογραφία δεν υπάρχει ούτε του ελαφροπόπ, ούτε του δικού μας τραγουδιού ώστε να αναζητήσουμε αν είναι πλειοψηφία ή μειοψηφία.
Και τι γίνεται από ‘δω και πέρα; Πώς οι καλλιτέχνες θα στέλνουν το νέο υλικό τους στο κοινό;
Αυτό που θέτετε είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα και έχω μιλήσει πάρα πολλές φορές και πριν την καταστροφή, όταν την έβλεπα να έρχεται. Γιατί υπάρχουν πολλοί λόγοι που δεν υπάρχει δισκογραφία αυτή την στιγμή στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη. Ο πρώτος και σημαντικότερος λόγος είναι το διαδίκτυο, όχι μόνο με την έννοια του κατεβάζω τραγούδια, όσο με το ότι ασχολούμαι με το διαδίκτυο στον ελεύθερο χρόνο μου. Ξέρετε, την εποχή που ήμουν στο Πανεπιστήμιο αλλά και στη νεότερη γενιά, οι νέοι άνθρωποι ηλικίας από 16 μέχρι 28 χρονών κατανάλωναν τον ελεύθερο χρόνο τους κυρίως ακούγοντας δίσκους και cds στο σπίτι τους. Θυμάμαι ότι ήμουν σε ένα bar με ημίφως το 1979, όταν έβγαλα τον Καββαδία, και ακούω κάποιους πιτσιρίκους εικοσάρηδες προφανώς φοιτητές που λέγανε: «Παιδιά ο Μικρούτσικος έκανε ένα δίσκο πάνω σε έναν ποιητή Καββαδία, το Σάββατο ραντεβού σπίτι μου με πίτσες, να τον ακούσουμε τρεις-τέσσερις φορές και να το συζητήσουμε.» Κι αυτό δεν ήταν η εξαίρεση εκείνη την εποχή, ήταν ο κανόνας. Έτσι, ο ελεύθερος χρόνος των νέων ανθρώπων τότε καταναλωνόταν με το τραγούδι. Σήμερα ο ελεύθερος χρόνος των νέων ανθρώπων από 12 χρονών και πάνω καταναλώνεται στο facebook, στο youtube, στο διαδίκτυο.
Σ’ αυτό αν προσθέστε και το κατέβασμα που στην Ελλάδα έχει διαλύσει το σύμπαν. Γι’ αυτό δε βγαίνουν δίσκοι. Αλλά αυτό, πρέπει να πω και μέσα από τη δική σας σελίδα, είναι καταστροφή για τη συνέχεια του τραγουδιού. Γιατί η συνέχεια του τραγουδιού γίνεται μέσα από νέους ανθρώπους. Δε μπορεί να υπάρχει αιωνίως ο Μικρούτσικος. Δε μπορούν να υπάρχουν αιωνίως οι Κατσιμιχαίοι, κι αυτοί μεγαλώσανε έγιναν 55, 56 χρονών. Δε μπορεί να υπάρχει αιωνίως ο Θηβαίος, μεγάλωσε κι αυτός, κλείνει τα πενήντα. Πρέπει να υπάρχουν εικοσάρηδες. Και για να μπορούν οι εικοσάρηδες να επιβληθούν σε ένα Live και να γίνουν γνωστοί πρέπει να υπάρχει ένα δισκογραφικό υλικό.
Οι δισκογραφικές σήμερα δεν κάνουν δίσκους ούτε σε συνθέτες και τραγουδιστές με όνομα. Έχω πρόσφατο παράδειγμα σπουδαίου συνθέτη και σπουδαίου ερμηνευτή που πήγαν cd σε εταιρεία και σε τέσσερα λεπτά το πήραν κι έφυγαν. Φαντάσου να πάει ένα νέο παιδί, όσο ταλέντο κι αν έχει δεν πρόκειται να περάσει ούτε την πόρτα.
πηγή: UNITED REPORTERS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου