Κείμενο Προβληματισμού
Ύστερα από ένα χρόνο οικονομικής κατοχής της χώρας μας από την τρόικα (ΕΕ/ΔΝΤ/ΕΚΤ) με το περίφημο πλέον μνημόνιο έχει καταστεί σαφές πως τα πράγματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, βρίσκονται εκ νέου σε αδιέξοδο.
Στο εξωτερικό γιατί η κρίση της Ευρωζώνης συνεχίζει να διευρύνεται μετά την πρόσφατη ένταξη και της Πορτογαλίας στο μηχανισμό στήριξης, αλλά και με την Ισπανία να έχει καταστεί σαφές ότι κινδυνεύει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες δυσκολίες και διλήμματα για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Ενώ στα πλαίσια της χώρας μας, γιατί ομολογείται πλέον από εχθρούς και φίλους πως η επιβολή των περιορισμών του αρχικού μνημονίου, έχουν οδηγήσει την οικονομία σε έναν άνευ προηγουμένου για την μεταπολεμική ιστορία της χώρας, κύκλο ύφεσης και ανεργίας.H πολιτική του μνημονίου έχει οδηγηθεί σε παταγώδη αποτυχία και εκ των πραγμάτων έχει χάσει κάθε νομιμοποίηση στα μάτια του λαού. Πιο συγκεκριμένα, από την αρχή της συμφωνίας, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ μειώθηκε περισσότερο από 4% και μάλιστα για δεύτερο συνεχόμενο έτος, αφού το 2009 είχε υποχωρήσει κατά 2,3%. Όμως και το 2011 εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η υποχώρηση του ΑΕΠ, με ρυθμό που δεν θα είναι μικρότερος του 3%. Η συρρίκνωση αυτή αποδίδεται στην υποχώρηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Ειδικότερα, για τις επενδύσεις, η αβεβαιότητα, η πτώση της ζήτησης και οι δυσκολίες στην εύρεση χρηματοδότησης, οδήγησαν τις επενδύσεις σε μείωση που το 2010 ενδέχεται να έχει υπερβεί και το 18%. Σύμφωνα δε με την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς οι επενδύσεις είχαν υποχωρήσει και το 2009, καθίσταται σαφές ότι έχουν περιοριστεί αισθητά οι παραγωγικές δυνατότητες και συνεπώς ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτό δικαιολογεί και την πρόβλεψη του ΚΕΠΕ για μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και το 2011 κατά 4,12%. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, πως εμμέσως πλην σαφώς, ομολογείται ότι οι απώλειες του ΑΕΠ από την εφαρμογή του μνημονίου θα είναι μόνιμες.
Η ύφεση στην Ελληνική οικονομία είχε δραματικές συνέπειες στην απασχόληση και στην ανεργία, ιδιαιτέρως των νέων. Η απασχόληση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,5% περίπου το 2010, γεγονός που μεταφράστηκε σε απώλεια 100,000 θέσεων εργασίας. Η ανεργία το 2010, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ξεπέρασε το 12,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ αναμένεται περαιτέρω αύξηση και για το 2011. Παράλληλα, τα εισοδήματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων παρουσιάζουν σημαντική μείωση. Οι πραγματικές μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 9% το 2010 και προβλέπεται ότι θα μειωθούν κατά 5% το 2011, χωρίς όμως να έχει συνυπολογιστεί η επίπτωση ενός νέου σκληρότερου μνημονίου (Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα). Περαιτέρω, η μείωση των εισοδημάτων το 2010 αντανακλά και την επιτάχυνση του πληθωρισμού στο 4,7% σε ετήσια βάση, η οποία οφείλεται κυρίως στη μεγάλη αύξηση της έμμεσης φορολογίας όσο και στην ταχεία άνοδο της τιμής του πετρελαίου αλλά και στη φοροδιαφυγή. Ο Φεβρουάριος του 2011, έκλεισε με υστέρηση εσόδων έναντι των υποτιθέμενων στόχων του μνημονίου κατά 500 εκατ. Ευρώ. Κι’ αυτό γιατί το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που δεν πληρώνει φόρους αντί να συρρικνώνεται διαρκώς διευρύνεται. Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται σε εκθέσεις, τόσο της Εθνικής όσο και της Alfa Bank, φαίνεται πως ενώ η κυβέρνηση υπολόγιζε από την περικοπή μισθών και συντάξεων στο δημόσιο τομέα να εξοικονομήσει 2,6 δις Ευρώ, τελικά εξοικονόμησε μόνο 500 εκατ. Ευρώ, λιγότερο δηλαδή από το 1/5 του υπολογιζόμενου ποσού, γιατί διευρύνθηκε η φοροδιαφυγή κατά 2,1 δις Ευρώ. Δηλαδή αυτό που αφαιρέθηκε από μισθωτούς και συνταξιούχους δεν πήγε τελικά στο δημόσιο ταμείο αλλά πριμοδότησε ουσιαστικά τη διεύρυνση της φοροδιαφυγής. Επισημαίνεται, ότι η απώλεια του ΦΠΑ που πληρώνουμε σαν καταναλωτές αλλά δεν καταλήγει στο δημόσιο ταμείο, με μετριοπαθείς υπολογισμούς υπολογίζεται σε περίπου 7 δις ευρώ το χρόνο, δηλαδή σε περίπου 3% του ΑΕΠ. Ύστερα από τα παραπάνω η διεύρυνση του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 2010, ανήλθε στο 10,5%, ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Επιπλέον, τα παραπάνω ερμηνεύουν το γεγονός πως ενώ εισήλθαμε σε αυτό το πρόγραμμα με χρέος στο επίπεδο του 115% του ΑΕΠ, έχουμε ήδη φτάσει στο 160%, ποσοστό στο οποίο θα φτάναμε το 2013, όταν υποτίθεται πως θα βγαίναμε από το πρόγραμμα προσαρμογής-μνημόνιο. Τελευταίο στη σειρά αλλά όχι σε σπουδαιότητα, αποτελεί το σκάνδαλο με τους Τραπεζίτες. Την ώρα που κομπάζουν πως η Ελλάδα διαθέτει έναν ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα, έχουν ποικιλοτρόπως ενισχυθεί, με ποσά που το συνολικό τους ύψος προσεγγίζει τα 100 δις Ευρώ.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
Όπως θα εξηγηθεί στο τμήμα του κειμένου που ασχολείται με την ιστορική αναδρομή των εξελίξεων στο εργατικό και ευρύτερο λαϊκό κίνημα, η όχι ξεκάθαρη και θολή αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού από τους εργαζόμενους, ήταν που έδωσε την ευκαιρία στον σημερινό πρωθυπουργό Γ.Α.Παπανδρέου υποσχόμενος ότι «λεφτά υπάρχουν», να κερδίσει με μεγάλη διαφορά τις εκλογές του 2009, οδηγώντας τον λαό και τους εργαζόμενους στο σφαγείο της Τρόικα με το λεγόμενο μνημόνιο. Έκτοτε, η κυβέρνηση Παπανδρέου με την έμμεση στήριξη του πολιτικού συστήματος, συνεχίζει να προσπαθεί να επιβάλλει στον Ελληνικό λαό τα μέτρα του μνημονίου, πότε χρησιμοποιώντας την προσφιλή σε αυτή μέθοδο της ανοικτής εξαπάτησης, πότε τη μέθοδο του μαστιγίου και του καρότου και πότε απλά απροκάλυπτη βία. Όλα αυτά φυσικά διανθισμένα με μπόλικη τρομοκρατία περί χρεοκοπίας της χώρας, τη στιγμή που η διαδικασία οργανωμένης χρεοκοπίας της είναι ήδη σε εξέλιξη. Το σημερινό όμως αδιέξοδο, με την ανοικτή ομολογία πως η χώρα χρειάζεται νέα «διάσωση» ύστερα από ένα χρόνο εφαρμογής της σκληρής πολιτικής του μνημονίου, είναι πολύ δύσκολα διαχειρίσιμο τόσο επικοινωνιακά-πολιτικά όσο και τεχνοκρατικά. Η καταστρεπτική ύφεση στην οποία έχει περιέλθει η Ελληνική οικονομία, έχει οδηγήσει τους παράγοντες των λεγομένων διεθνών αγορών να θεωρούν πολύ πιθανή ακόμα και μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της χώρας πριν το 2013.
Περαιτέρω, η κατάσταση έχει περιπλακεί περισσότερο εξ’ αιτίας της πανευρωπαϊκής και παγκόσμιας διάστασης της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Η Ελληνική κρίση κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να εξετάζεται σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο της κρίσης της ΕΕ και όχι όπως αποπροσανατολιστικά προσπαθούν να μας πείσουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ως κρίση κατά βάση της Ελληνικής οικονομίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι δομικές ανισσοροπίες της ίδιας της Ελληνικής οικονομίας δεν έπαιξαν ρόλο. Παρ’ όλα αυτά η Ελληνική κρίση αποτελεί πρόβλημα για τους Ευρωπαίους δανειστές μας και όχι μόνο, στο μέτρο που τυχόν άστοχες επιλογές θα μπορούσαν να επιδεινώσουν και να θέσουν εκτός ελέγχου το ευρύτερο Ευρωπαϊκό πρόβλημα. Η αποτυχία του Ελληνικού μνημονίου αποτελεί ένα τέτοιο πρόβλημα, ιδιαίτερα καθώς καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα δεν θα κατορθώσει να αφιχθεί στο λιμάνι της τελικής φάσης της ελεγχόμενης χρεοκοπίας της το 2013-14, όπου υποτίθεται ότι τελειώνει το πρόγραμμα προσαρμογής των 110 δις Ευρώ και αναλαμβάνει το διαλυτήριο χωρών του μόνιμου Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης. Τότε θα μπορούσε να λήξει και ο συναγερμός για τους δανειστές μας, αφού η αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους και η χρεοκοπία της χώρας θα έχει γίνει με τον πλέον συμφέροντα και ακίνδυνο τρόπο γι’ αυτούς. Αυτό γιατί στο μεταξύ θα έχουν λεηλατήσει τη χώρα εισπράττοντας τοκογλυφικούς τόκους, στύβοντας τον Ελληνικό λαό με την υπέρογκη φορολογία και λεηλατώντας τα περιουσιακά στοιχεία και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Παράλληλα, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα έχουν μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα απελπισμένων ανθρώπων, χωρίς δικαιώματα, έτοιμων να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη έναντι πινακίου φακής, εξασφαλίζοντας φθηνό εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση. Αυτό όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη πριν από την κρίση χρέους που άρχισε με το τέλος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-9, βρισκόταν σε εξέλιξη μια σημαντική για το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο προσπάθεια, η λεγόμενη “στρατηγική της Λισσαβόνας” που σκοπό είχε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε, έναντι των ανταγωνιστών της και κυρίως των ΗΠΑ και της ΚΙΝΑΣ. Η κρίση κρατικών χρεών της Ελλάδας λειτούργησε ως ευκαιρία για την ανανέωση της παραπάνω στρατηγικής, που προορίζεται για το σύνολο της Ευρωζώνης, με πρώτο υποψήφιο πειραματόζωο, δυστυχώς τον ελληνικό λαό. Υπενθυμίζουμε, ότι βασικό συστατικό των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών που προβλέπει το μνημόνιο είναι η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας και τα ασφαλιστικά δικαιώματα, ώστε αυτές να καταστούν ευέλικτες, με τον ουσιαστικό περιορισμό ή και απαγόρευση, αν γίνουν οι “κατάλληλες” αλλαγές στα συντάγματα, των εργατικών συνδικάτων και την κατάργηση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων που “προκαλούν “αγκυλώσεις” στην αγορά και επιδρούν αρνητικά στην ´´ανταγωνιστικότητα”. Επιπλέον, στο ίδιο αυτό πλαίσιο προβλέπεται και η μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και η κατάργηση των επιβαρυντικών για τα κέρδη του κεφαλαίου λειτουργιών του κράτους που δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν.
Αυτή, σε γενικές γραμμές, είναι η προοπτική που χωρίς κανένα ενδοιασμό και εντελώς συνειδητά συμφωνούν τόσο η Ελληνική κυβέρνηση όσο και η κυρίαρχη μερίδα του Ελληνικού κεφαλαίου καθώς προτιμούν η αναδιάρθρωση να γίνει το 2013, εντός του μόνιμου Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης που ελπίζουν ότι μέχρι τότε θα έχει στηθεί. Κάτι τέτοιο, οι κύκλοι του οικονομικού κατεστημένου της χώρας θεωρούν πως με τα σημερινά δεδομένα, εξασφαλίζει γι’ αυτούς το μικρότερο δυνατό κόστος έναντι του μεγαλύτερου δυνατού οφέλους, που είναι η πάση θυσία παραμονή στο Ευρώ και τον σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Τόσο το αστικό πολιτικό σύστημα(κυβέρνηση- αντιπολίτευση), όσο και η άρχουσα τάξη, θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό θα καταφέρουν να ρίξουν ολοκληρωτικά το βάρος της κρίσης στους εργαζόμενους και με τη θυσία της δημόσιας περιουσίας και των λιγότερο ισχυρών κεφαλαίων, θα προστατέψουν στο μέτρο του δυνατού τα συμφέροντα της κυρίαρχης μερίδας του Ελληνικού κεφαλαίου. Αυτή είναι η λογική της οργανωμένης χρεοκοπίας μιας χώρας, που από ότι φαίνεται θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στη δύσμοιρη χώρα μας. Ως οργανωμένη χρεοκοπία δηλαδή μπορεί να οριστεί η μεταφορά του εταιρικού πτωχευτικού δικαίου στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Η νομολογία του εταιρικού πτωχευτικού δικαίου επιδιώκεται ουσιαστικά να αντικαταστήσει το δημόσιο διεθνές δίκαιο που διέπεται από την αρχή της κρατικής κυριαρχίας.
Οργανωμένη χρεοκοπία και αποβολή της χώρας από το Ευρώ
Βέβαια αυτοί οι υπολογισμοί της Ελληνικής άρχουσας τάξης, η οποία αφελέστατα θεώρησε ότι θα μπορούσε για μια ακόμα φορά στην ιστορία της να αξιοποιήσει τη σχέση της με τον ξένο παράγοντα για να επιβληθεί στο εσωτερικό, γίνονται χωρίς τον ξενοδόχο και κατά τη γνώμη μας είναι απολύτως ουτοπικοί. Αυτή τη φορά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά εξ’ αιτίας του ευρύτερου και πανευρωπαϊκού χαρακτήρα της κρίσης αλλά και των ανταγωνισμών των ισχυρότερων Ευρωπαϊκών δυνάμεων τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στα υπόλοιπα κέντρα του ιμπεριαλισμού (ΗΠΑ, ΚΙΝΑ). Η Ελληνική άρχουσα τάξη και η κυβέρνηση της μπορεί να προτιμά η αναπόφευκτη χρεοκοπία της χώρας να γίνει οργανωμένα, το 2013, καθώς εκτιμά εντελώς λανθασμένα ότι έτσι θα αποφύγει την αποβολή της από το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα, γεγονός που θεωρεί ότι θα συμβεί στην περίπτωση που η ελληνική χρεοκοπία θα γίνει άτακτα. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και το σκεπτικό με το οποίο κινούνται οι δανειστές που κατά κύριο λόγο είναι οι ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ, ή ότι θα τηρήσουν οποιαδήποτε συμφωνία από τη στιγμή που η διαδικασία της οργανωμένης χρεοκοπίας θα έχει ολοκληρωθεί.
Η απομάκρυνσή μας τότε από το Ευρώ θα μπορεί να επιβληθεί πάρα πολύ εύκολα και ανά πάσα στιγμή, στη βάση μια απλής όσο και ψυχρής ανάλυσης κόστους οφέλους. Οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία τότε θα είναι τραγικότατες και αφού η χώρα θα έχει προηγουμένως υποστεί οργανωμένη χρεοκοπία, μη αναστρέψιμες. Οι ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ ευχαρίστως θα έδιωχναν την Ελλάδα (αλλά ας μην γελιόμαστε, το ίδιο ισχύει και για τους άλλους “προβληματικούς” μετά το πέρας της οργανωμένης χρεοκοπίας τους), αν αυτό:
1. Τους διευκολύνει στη γενικότερη διαχείριση της Ευρωπαϊκής κρίσης και στη διάσωση του Ευρώ, σε ότι αφορά την λειτουργία του σαν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, καθώς τους είναι απολύτως απαραίτητο όσο και αναντικατάστατο εργαλείο, στον ανταγωνισμό τους με τα άλλα κέντρα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Ιδιαίτερα καθώς η κρίση της ευρωζώνης έχει την τάση να επεκταθεί και να επιδεινωθεί.
2. Οδηγήσει στην δημιουργία ενός δεύτερου, εφαπτόμενου στον σκληρό πυρήνα του Ευρώ και απολύτως εξαρτώμενου από αυτόν, οικονομικά και πολιτικά, κύκλου χωρών, (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, ίσως ακόμα και Ισπανία στην πιο φιλόδοξη εκδοχή), εξασφαλίζοντας έτσι για τις ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ, την επωφελή γι’ αυτές συνέχεια της ήδη δεσπόζουσας παρουσίας τους σε αυτές της οικονομίες και τη συνέχιση του ξεζουμίσματός τους
Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας της οργανωμένης χρεοκοπίας της χώρας και τουλάχιστον για την Ελλάδα οι φόβοι μας ότι τα παραπάνω θα συμβούν, ενισχύονται από την εν γένει συμπεριφορά της ισχυρότερης ηγεμονικής δύναμης της ΕΕ, της Γερμανίας απέναντί μας. (Περίπτωση Ζήμενς, ΟΤΕ, απαράδεκτη άρνηση πληρωμής φόρων από την Χόχτιφ για το έργο του αεροδρομίου στα Σπάτα, το σκάνδαλο των ναυπηγείων Σκαραμαγκά και των υποβρυχίων του ΠΝ, και άλλων που λόγω περιορισμού δεν παρατίθενται).
Η «νέα ελληνική οικονομία» και το μνημόνιο
Στο διάστημα που προηγήθηκε της κρίσης της ευρωζώνης, υπήρξε ένας μετασχηματισμός της Ελληνικής οικονομίας σε οικονομία των υπηρεσιών. Το μοντέλο αυτό είναι πλέον σαφές. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εν μέσω επιταχυνόμενης παγκοσμιοποίησης, η βασική ιδέα περί ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, ήταν η ιδέα του προσανατολισμού της οικονομίας σε κλάδους με διεθνή ανταγωνιστικότητα, η απελευθέρωση των αγορών χρήματος και οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, που υποτίθεται ότι θα επέτρεπαν την αξιοποίηση των διεθνών πλεονεκτημάτων. Η Ελληνική οικονομία είχε ήδη δύο κλάδους με διεθνή παρουσία, τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Υπό διαμόρφωση όμως ήταν τότε και άλλοι κλάδοι: οι τράπεζες, οι κατασκευές, οι τηλεπικοινωνίες, εν’ μέρει και το εμπόριο. Αυτοί θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την παρουσία τους στους νέους οικονομικούς και γεωγραφικούς χώρους που προέκυψαν ύστερα από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (Βαλκάνια, Ανατολική Ευρώπη). Σε κάποιο βαθμό αυτό έγινε. Οι συγκεκριμένοι τομείς ιδιωτικοποιήθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια, ενισχύθηκαν με τα μεγάλα έργα και την προβολή των Ολυμπιακών αγώνων, ενώ οι χρηματιστηριακοί θεσμοί, προσωρινά τουλάχιστον, φάνηκε να υπόσχονται την απρόσκοπτη χρηματοδότηση των νέων κλάδων. Αυτή η «νέα Ελληνική οικονομία» που εδράζονταν στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, προϋπέθετε τη νομισματική σταθερότητα, καθώς δημιουργούσε και στηριζόταν στην ροή διεθνών κεφαλαίων και άλλων πόρων. Η τότε πολιτική της «σκληρής δραχμής» και η ένταξη στο Ευρώ, αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας αυτής της οικονομίας.
Η στρατηγική αυτή δεν ευνοούσε τη βιομηχανία και τη γεωργία. Αν όχι στο σύνολό τους, τουλάχιστον σε μεγάλο τμήμα τους. Διότι και εκεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα ήταν δυνατή μόνο σε υποτομείς που συνέχισαν η κατάφεραν να έχουν εξαγωγικές επιδόσεις. Τα υπόλοιπα τμήματα άρχισαν να δοκιμάζονται από το σκληρότερο νόμισμα που ευνοεί τις φθηνότερες εισαγωγές και κάνει δύσκολες της εξαγωγές. Η γεωργία μετά το 2000 άρχισε να παρουσιάζει απόλυτη μείωση της παραγωγής της και η βιομηχανία μεταστράφηκε ταχύτατα προς το παλαιό της πρότυπο αυτό της ελαφριάς βιομηχανίας. Η γεωργία συνεισφέρει μόλις 4% στο ΑΕΠ (περίπου όσο ο κλάδος των κινητών τηλεφώνων), και η βιομηχανία κάτι λιγότερο από 15%. Το 80% είναι υπηρεσίες. Το ισοζύγιο πληρωμών δείχνει αποκαλυπτικά τη δομή της νέας Ελληνικής οικονομίας, που καμία σχέση δεν έχει πλέον με την οικονομία του 1980. Πρόκειται για μια εξαιρετικά «ανοικτή οικονομία», με τις εισαγωγές να αποτελούν σχεδόν το 40% του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές αγαθών (βιομηχανικών και αγροτικών) καλύπτουν μόλις το 10%, και συνεισφέρουν ένα άλλο 10% ο κάθε τομέας. Μένει ακόμα ένα κενό που καλύπτεται από άλλες εισροές και φυσικά από δάνεια. Αυτή η εικόνα των εξωτερικών σχέσεων υποδηλώνει ότι αυτή η οικονομία είναι απόλυτα εξαρτώμενη από τις ξένες κεφαλαιακές ροές κάθε είδους και μορφής. Πολύ περισσότερο καθώς η επιδείνωση των ανισορροπιών του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών ήρθε να προστεθεί στο χρόνιο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και φυσικά στο χρέος. Το χρέος είναι κατ’ αρχήν δημιούργημα της δεκαετίας του 1980. Το 1980 το χρέος ήταν μόλις 20% του ΑΕΠ, το 1990 ήταν 80% και το 1993 ήταν 120%. Έκτοτε, περιστρέφεται γύρω στο 100-120% του ΑΕΠ. Η ελληνική αστική τάξη μέσω του ελληνικού αστικού κράτους και του κομματικού συστήματος που δημιούργησε μεταπολιτευτικά, προχώρησε στη λήψη μιας σειράς μέτρων κεϋνσιανικού χαρακτήρα, σε μια προσπάθεια να ελέγξει και να “ξεφουσκώσει” το εργατικό κίνημα εκείνης της περιόδου που είχε πολιτικά και μαχητικά-διεκδικητικά χαρακτηριστικά. Έτσι οι δημόσιες δαπάνες επεκτάθηκαν τότε από το 25% στο 40% του ΑΕΠ και λίγο αργότερα έφθασαν στο 45% , στο οποίο μονιμοποιήθηκαν μέχρι τη σημερινή εποχή του μνημονίου. Η επέκταση του κράτους, έγινε για “καλό σκοπό”, καθώς αφορούσε πρωτίστως την επέκταση των κοινωνικών δαπανών: της υγείας, της παιδείας και των συντάξεων. Επιπρόσθετα, στη δεκαετία του 1980 το κράτος, ανέλαβε τη διαχείριση του προβλήματος της “αποβιομηχάνισης” και των “προβληματικών”, φυσικά σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των φορολογουμένων, καθώς σε αυτούς συνέχισε να μην περιλαμβάνεται το μεγάλο κεφάλαιο. Δηλαδή, χωρίς να περιλαμβάνονται οι πρώην ιδιοκτήτες των προβληματικών, και τα λεγόμενα “νέα τζάκια” του ΠΑΣΟΚ, οι επιχειρηματίες που “φτιάχτηκαν” από την νέα εξουσία της μεταπολίτευσης. Αυτοί φοροδιέφευγαν και συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν, είτε νόμιμα (φοροαπαλλαγές, κίνητρα), είτε παράνομα. Έτσι, τα δημόσια έσοδα πάντοτε υστερούσαν έναντι των δαπανών. Ο προϋπολογισμός είναι ελλειμματικός για τριάντα συνεχή χρόνια, από -5(1999) έως -16%(1990), και ένα μ. ο. γύρω στο 7% του ΑΕΠ.
Επισημαίνεται σε αυτό το σημείο, ότι αν το χρέος δεν είναι ακόμα μεγαλύτερο αυτό οφείλεται στις περιόδους χαμηλών επιτοκίων κατά την πρώτη περίοδο της ένταξης της χώρας στο Ευρώ, όταν η υπερβάλλουσα παγκόσμια ρευστότητα που διαμόρφωσε η τότε νομισματική πολιτική της αμερικάνικης κεντρικής τράπεζας έδωσε τη δυνατότητα και στις άλλες κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν ιστορικά χαμηλά επίπεδα επιτοκίων για σημαντικό χρονικό διάστημα. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε στο προβληματικό πρότυπο της “νέας ελληνικής οικονομίας” να κερδίσει χρόνο πριν από το μοιραίο και αναπόφευκτο τέλος του. Η μεταμόρφωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-9, σε δημοσιονομική, έφερε το οριστικό τέλος αυτής της οικονομίας. Δυστυχώς η Ελλάδα έγινε το πρώτο θύμα της λεγόμενης κρίσης κρατικού πιστωτικού κινδύνου. Της κρίσης της ευρωζώνης. Σήμερα, το μοντέλο αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, έχει ήδη παγιδευτεί με ένα τρόπο που δυστυχώς φαίνεται να καθιστά ουσιαστικά αδύνατη, κάθε διέξοδο από την κρίση του στο τρέχον πλαίσιο του Ευρώ, της Ε.Ε. και της Τρόικα. Η αναβίωση των παραγωγικών τομέων βρίσκεται αντιμέτωπη με το γεγονός ότι οι αλλαγές στην οικονομία συμπαρέσυραν το σύνολο των αναπτυξιακών θεσμών που ήταν συνδεδεμένοι με τους τομείς αυτούς (συνεταιρισμοί, τράπεζες, κρατικοί φορείς, κ.ο.κ.), ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης τους θα βρισκόταν αντιμέτωπη τόσο με την ίδια τη δομή και τη λειτουργία των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ, όσο τώρα πια και με την Τρόικα. Επιπλέον, η αποτυχία του μνημονίου έχει συμβάλλει στην περαιτέρω εμβάθυνση και όξυνση της κρίσης και των αδιεξόδων του μοντέλου της νέας ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα καθώς οι ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας έχουν καταρρεύσει. Ήδη την τελευταία τριετία, η υποχώρηση του ΑΕΠ, αθροιστικά, πρόκειται να είναι της τάξης του 10,1% (2009: 2,3%, 2010: 4%, 2011: 3,8% κατά την εκτίμηση της Τρόικα), ενώ οι απώλειες αυτές στο ΑΕΠ θα είναι μόνιμες καθώς η πολιτική του μνημονίου έχει περιορίσει τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, κάτι που κατά την εκτίμησή μας θα συνεχιστεί κυρίως ως αποτέλεσμα της λεγόμενης “μη αναδιάρθρωσης” του ελληνικού χρέους μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου ωρίμανσης του και κυρίως των ανταλλαγμάτων που συνεπάγεται αυτό, δηλαδή της οργανωμένης χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας. Επισημαίνεται ότι το πέρασμα της δημόσιας περιουσίας, δηλαδή των βασικών ΔΕΚΟ και οργανισμών αλλά και των μεγαλυτέρων ελληνικών επιχειρήσεων (π.χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ) κατά βάση σε ξένους επενδυτές, θα υποτάξει το σχεδιασμό των συγκεκριμένων επιχειρήσεων και οργανισμών στον εξωτερικό καταμερισμό εργασίας και τη λογική της κερδοφορίας υπερεθνικών συμφερόντων, με αρνητικότατο αποτέλεσμα για τον εσωτερικό καταμερισμό εργασίας της ελληνικής οικονομίας, διότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας αν γίνουν επενδύσεις, διότι και αυτό θα είναι ζητούμενο, θα έχουν μειωμένο σωρευτικό αποτέλεσμα στους όποιους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν αναμένεται να είναι υψηλοί λόγω της προοπτικής για κάμψη της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Περαιτέρω, η μετατροπή της χώρας, σε χώρας φθηνού εργατικού δυναμικού, κατ’ αρχήν θα προκαλέσει διαρροή εγκεφάλων (κάτι που ήδη έχει αρχίσει να γίνεται), ενώ αν τελικά προσελκύσει επενδύσεις αυτές στην πλειοψηφία τους θα είναι χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου. Τα παραπάνω καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη την όποια παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των ανισορροπιών του αποτυχημένου παραγωγικού μοντέλου της “νέας ελληνικής οικονομίας”, αυξάνοντας την πιθανότητα να πέσει η χώρα σε φαύλο κύκλο ύφεσης που θα καταστήσει αδύνατη την επάνοδο στις λεγόμενες αγορές για δανεισμό. Αυτό θα αυξήσει το κόστος διατήρησης της χώρας στο Ευρώ από την πλευρά των δανειστών και τελικά στη βάση ανάλυσης κόστους-οφέλους από την πλευρά τους, μετά την ολοκλήρωση της πώλησης της δημόσιας περιουσίας της έναντι πινακίου φακής, θα καταστήσει συμφέρουσα για τους δανειστές και “αγοραστές” της περιουσίας αυτής, την έξοδο της χώρας από το κοινό νόμισμα. Παρόλα αυτά η ελληνική άρχουσα τάξη εξακολουθεί να εκτιμά ότι με αυτό τον τρόπο θα καταφέρει να προστατέψει τα συμφέροντα της. Το εκπληκτικό εδώ είναι ότι ακριβώς αυτό το στενό ταξικό συμφέρον, που δεν αφορά καν ολόκληρη την αστική τάξη, γίνεται μια μεθοδική προσπάθεια να παρουσιαστεί δήθεν σαν συμφέρον όλης της ελληνικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εντάξουμε και τη λεγόμενη τρομοκρατία του μνημονίου. Την προσπάθεια δηλαδή να εμφανιστεί η οργανωμένη χρεοκοπία, την οποία η κυβέρνηση και οι ξένοι δανειστές ονομάζουν “ήπια αναδιάρθρωση” ή “μη αναδιάρθρωση”, σαν δήθεν απείρως προτιμότερη λύση σε σχέση με μια «άτακτη χρεοκοπία» και μάλιστα για τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Σαν την καλύτερη δήθεν λύση, για τον εργάτη, τον άνεργο, τον συνταξιούχο, το μικρό επιχειρηματία και τη νεολαία και όχι όπως είναι η πραγματικότητα για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης…
Οργανωμένη χρεοκοπία ή ρήξη
Όπως καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, στην πραγματικότητα, η οργανωμένη χρεοκοπία της χώρας μέσα στο Ευρώ, η οποία έτσι κι αλλιώς βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι απείρως χειρότερη μορφή χρεοκοπίας για μια χώρα σαν την Ελλάδα, σε σχέση με μια «άτακτη χρεοκοπία», η πιο σωστά, με μια χρεοκοπία με την πρωτοβουλία του δανειζομένου. Αυτό οφείλεται στο ότι τα προβλήματα της ύφεσης σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι μόνιμα. Σε αντίθεση, στην χρεοκοπία με την πρωτοβουλία του δανειζομένου, τα προβλήματα της ύφεσης, μπορεί με κατάλληλους χειρισμούς να έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Ειδικότερα, μια έξοδος της χώρας από το Ευρώ με οποιονδήποτε τρόπο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα είναι ιδιαίτερα επώδυνη καθώς αυτό συνεπάγεται μια απότομη μείωση του ΑΕΠ, της τάξης του 30%-40%. Εάν δε η χώρα έχει προηγουμένως υποστεί οργανωμένη χρεοκοπία του τύπου που περιγράψαμε (πώληση δημόσιας περιουσίας, κατεδάφιση κοινωνικού κράτους, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και εργατικών δικαιωμάτων), η απώλεια στο ΑΕΠ θα είναι μόνιμη. Αντίθετα, στην περίπτωση της εξόδου από το Ευρώ, με την πρωτοβουλία του δανειζομένου, παρά το γεγονός ότι η αρχική απώλεια στο ΑΕΠ θα είναι του ίδιου μεγέθους, δεν είναι απαραίτητο να είναι και μόνιμη, αφού με κατάλληλους χειρισμούς οι απώλειες του ΑΕΠ μπορεί να έχουν προσωρινό μόνο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση καθίσταται σαφές ότι οφείλουμε να αποφύγουμε κατ’ αρχήν την οργανωμένη χρεοκοπία. Επιπλέον, καθώς το πρότυπο της νέας ελληνικής οικονομίας των δεκαετιών του 1990 και 2000, έχει πλήρως αποτύχει, οφείλουμε να επιδιώξουμε την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμούμε ότι για τους λόγους που αναλύσαμε επαρκώς προηγουμένως, ούτε η αποφυγή της οργανωμένης χρεοκοπίας της χώρας αλλά ούτε και η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να γίνουν στο πλαίσιο της ΕΕ και συνεπώς και του Ευρώ. Απαιτείται η παύση πληρωμών έναντι των δανειστών με την πρωτοβουλία του δανειζομένου και η ταυτόχρονη έξοδος από το Ευρώ και την ΕΕ για να υπάρξουν επαρκείς βαθμοί ελευθερίας στο επίπεδο του εθνικού κράτους, δηλαδή πλήρης αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας ώστε να ασκηθούν κατάλληλες πολιτικές προς το σκοπό της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο βιώσιμης εξόδου της χώρας από το Ευρώ μπορεί να περιλαμβάνει:
1. Την άρνηση του εξωτερικού χρέους, πού θα απαλλάξει τη χώρα από τη δαμόκλειο σπάθη του χρέους αυτού. Την συγκρότηση στην συνέχεια επιτροπής λογιστικού ελέγχου του χρέους για να διευκρινιστεί με ακρίβεια, από πού προέκυψε το χρέος και αν είναι νόμιμο, ώστε να αποφασιστεί τελικά ποιο μέρος αυτού, αν και πότε θα αποπληρωθεί. Για το μέρος του χρέους που θα κριθεί ότι είναι νόμιμο θα υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές.
2. Την εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων, ώστε να αποφευχθεί η φυγή στο εξωτερικό.
3. Την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που ούτως η άλλως στηρίζεται σκανδαλωδώς από το κράτος) έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
4. Τη δημιουργία ενός πραγματικού συστήματος προοδευτικής φορολογίας έτσι ώστε να τονωθεί η ζήτηση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων και να ενισχυθεί η οικονομία με το ταυτόχρονο κυνήγι της φοροδιαφυγής, και ιδιαίτερα αυτών πού καμιά κυβέρνηση δεν αγγίζει(των μεγάλων επιχειρήσεων και ευπόρων στρωμάτων), ώστε να εξευρεθούν πόροι που θα κατευθυνθούν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
5. Την άσκηση κατάλληλης συναλλαγματικής πολιτικής, ώστε να διευκολυνθεί η εμπορική ανταγωνιστικότητα σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις, ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης. Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης τη βιομηχανική και παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας.
Ιδιαίτερα καθώς το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης θα στηρίξει αρχικά τους υπάρχοντες κλάδους, στη συνέχεια θα προχωρήσει στην αναγέννηση παλαιών και θα δημιουργήσει νέους κλάδους παραγωγής.
Η αρχική αδυναμία του εργατικού κινήματος και το κίνημα των «αγανακτισμένων»
Σε αυτό το περιβάλλον χρήζει ερμηνείας, η πρωτοφανής αδυναμία του πολιτικού μαζικού κινήματος, πυρήνας του οποίου είναι το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, να αντιπαραταχθεί επί της ουσίας με την πολιτική του μνημονίου, στη βάση αξιόπιστων εναλλακτικών προτάσεων που εκτιμούμε ότι υπάρχουν. Δυστυχώς, το μαζικό λαϊκό εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, μεθοδευμένα στα πλαίσια του μεταπολιτευτικού αστικού πολιτικού συστήματος, από την εποχή της λεγόμενης συγκυβέρνησης του 1989, παρουσιάζει ορατές τάσεις υποχώρησης. Αυτή την περίοδο και μέχρι το 2001, το εργατικό κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με μια τριπλή κατάρρευση η οποία είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην πορεία του. Συγκεκριμένα, αυτή την περίοδο είχαμε την κατάρρευση του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού”, του αντιαποικιοκρατικού κινήματος και του εργατικού ρεφορμιστικού συνδικαλισμού, που συμπαρέσυρε και τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία στη συνέχεια μεταλλάχθηκε στη λεγόμενη σοσιαλφιλελεύθερη εκδοχή της. Είναι η εποχή που η ΓΣΕΕ επιλέγει το δρόμο της ενσωμάτωσης στην αντιδραστική αστική μεταρρύθμιση και μετατρέπεται σε πυλώνα αποδοχής και διάδοσης του νεοφιλελευθερισμού στους εργαζόμενους. Ενάντια σε αυτό αναπτύσσονται κάποιες προσπάθειες αντιστάσεων (ΕΑΣ, ΓΕΝΟΠ, Τράπεζες, αγρότες), αλλά σταδιακά οι περισσότερες ομοσπονδίες παραδίνονται στην νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ξεσπούν βέβαια και κάποια γεγονότα (εξεταστικά, μαθητές κ.α.), ωστόσο το συνδικαλιστικό κίνημα αποδιαρθρώνεται, και κατοχυρώνεται ο κυβερνητικός και κομματικός συνδικαλισμός. Τότε εμφανίζεται επίσης ο “κοινωνικός αυτοματισμός” ενάντια στις απεργίες, ενώ η εργατική τάξη επιχειρείται να κατακερματιστεί και να διασπαστεί δομικά. Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα υποχωρεί δραματικά, γνωρίζουν δόξες ο κομματικός-παραταξιακός συνδικαλισμός και η συνδιαλλαγή με το κράτος και την εργοδοσία, ανθεί ο “πολυμετοχικός καπιταλισμός” στους εργαζόμενους. Ενισχύεται η τάση για ατομική λύση και διαπραγμάτευση. Το τέλος αυτής της περιόδου αρχίζει με την κρίση του 1999 και λήγει με μια κορυφαία αντίφαση: Κάτω από την πίεση της εργατικής και λαϊκής αγανάκτησης, η συμβιβασμένη και «αποδυναμωμένη» ΓΣΕΕ, λόγω και της ίδρυσης του ΠΑΜΕ δύο χρόνια πριν, υποχρεώνεται να κηρύξει την νικηφόρα απεργία ενάντια στο νομοσχέδιο Γιαννίτση. Έτσι, παρά την ιδεολογική κυριαρχία αλλά και την ιδεολογική τρομοκρατία του νεοφιλελευθερισμού, η αντιπαράθεση του με την κοινωνία, προκειμένου το κεφάλαιο να αντιμετωπίσει την κρίση του, τον φέρνουν αντικειμενικά σε σύγκρουση με το λαό και δημιουργούνται ρήγματα στην ιδεολογική του ηγεμονία, χωρίς όμως να χάνει και την πρωτοκαθεδρία. Αυτό οδηγεί στην «αντιφατική αντίσταση» της περιόδου 2001-08. Στους εργαζόμενους υπάρχει μια αντιφατική τάση διαφοροποίησης από την κυρίαρχη πολιτική, τότε ο συνδικαλισμός αποκτά ξανά αποδοχή (είναι η εποχή που 60% βλέπουν θετικά τα συνδικάτα και μόλις 7,4% τα κόμματα). Παρ’ όλα αυτά, η τάση αυτή θα μείνει μετέωρη γιατί δεν μπόρεσε να αποκτήσει αυτοτέλεια αλλά και πολιτική γραμμή ικανή να αντιπαρατεθεί με αξιόπιστο τρόπο απέναντι στις κεντρικές πολιτικές επιλογές του κεφαλαίου τη συγκεκριμένη περίοδο. Δεν κατάφερε δηλαδή να αμφισβητήσει επί της ουσίας τον νεοφιλελευθερισμό σε όλες τις εκδοχές του. Αποτέλεσμα: καμία πολιτική απεργία «τύπου Γιαννίτση». Από την άλλη όμως μεριά, θα πρέπει να αναφέρουμε πως οι τάσεις αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και η αντιφατική προσπάθεια για ένα νέο και ανεξάρτητο ταξικό εργατικό κίνημα, φαίνεται να ριζώνουν. Εμφανίζονται με πιο συγκροτημένο τρόπο προσπάθειες για δημιουργία πανελλαδικής ανεξάρτητης εργατικής κίνησης, θεμελιώνεται η ιδέα για τον συντονισμό από τα κάτω πρωτοβάθμιων σωματείων και έχουμε την εμφάνιση τέτοιων συντονισμών. Πυκνώνουν οι απεργίες που έχουν κυρίως αν όχι αποκλειστικά αιτήματα οικονομικού χαρακτήρα (ΟΤΑ,ΔΟΕ,ΟΤΟΕ,ΔΕΗ κ.α.) και ξεσπά η κινητοποίηση ενάντια στην λεγόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση της Ν.Δ., με την πρωτοφανή κινητοποίηση των εργαζόμενων της Τ.Ε. που ξεπέρασαν για πρώτη φορά τα καθιερωμένα απεργιακά όρια που έθεταν οι τριτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες οργανώσεις.(ΓΣΕΕ-ΟΤΟΕ). Είναι όμως σαφές ότι εξακολουθεί να λείπει μία αξιόπιστη ανατρεπτική πολιτική κατεύθυνση, ικανή να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα του φθίνοντος κυβερνητικού συνδικαλισμού. Η ΓΣΕΕ συνεχίζει στο δρόμο του σοσιαλφιλευθερισμού, ενώ και το ΠΑΜΕ υποτάσσει πλήρως τον οικονομικό αγώνα στην κομματική αυτοδικαίωση και περιχαράκωση. Σε αυτή την κατάσταση, σαν εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, θα μας βρει η κρίση των δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης 2008-‘09. Ο αιφνιδιασμός θα είναι τόσο τακτικός όσο και στρατηγικός (αυτή είναι η κομψή διατύπωση του «κοιμόταν με τα τσαρούχια»). Η νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβριου 2008, όπως κάθε αυθόρμητη εξέγερση που δεν πατά και στο συνειδητό, θα περάσει ουσιαστικά αναξιοποίητη.
Το εργατικό κίνημα, η οργανωμένη χρεοκοπία και η δυνατότητα της ρήξης.
Στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας, που τείνει να διαμορφωθεί στη χώρα, η ελληνική κοινωνία, χάρη στη δυναμική της κρίσης, βρίσκεται πλέον σε μια κατάσταση όπου ουσιαστικά “οι πάνω δεν μπορούν πλέον να κυβερνούν με τον παλαιό τρόπο και οι κάτω δεν θέλουν να κυβερνιούνται με τον παλαιό τρόπο”. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στο πλαίσιο του κινήματος των “αγανακτισμένων” και στο σοβαρό κλυδωνισμό που αυτό προκάλεσε πρόσφατα στην ελληνική κυβέρνηση. Το ΔΝΤ σε μια σειρά από κείμενα του δεν παύει να θεωρεί την κρίση σαν ευκαιρία. Έχει δίκιο. Όντως η κρίση είναι ευκαιρία αλλά όχι μόνο για την άρχουσα τάξη και το διεθνοποιημένο υπερεθνικό κεφάλαιο, αλλά και για την ανασυγκρότηση του μαζικού εργατικού κινήματος, και την ανατροπή του υπάρχοντος αρνητικού σε βάρος των εργαζομένων συσχετισμού δυνάμεων.
Το ξεσκέπασμα των μηχανισμών εκμετάλλευσης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (ΔΝΤ, ΕΕ, Ευρώ), αλλά και η ιδεολογική αποδόμηση τόσο της κυριαρχίας όσο και της λογικής των λεγόμενων αγορών, πάνω στην οποία τα τελευταία 20 χρόνια έχει στηριχθεί η πολιτιστική κυριαρχία του καπιταλισμού και εκφράζεται κυρίως μέσα από τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλφιλευθερισμού, διευκολύνει περισσότερο παρά ποτέ την προσπάθεια ανασυγκρότησης του μαζικού εργατικού κινήματος, σε νέες πιο στέρεες σε σχέση με το παρελθόν βάσεις.
Επιπλέον, η τρέχουσα κρίση δίνει την ευκαιρία βαθύτερου κλονισμού των λεγομένων αστικών θεσμών καθώς η κρίση οδηγεί στο ξεσκέπασμα του πραγματικού τους ρόλου και των ταξικών συμφερόντων που σε τελική ανάλυση εξυπηρετούν. Είναι χαρακτηριστικός εδώ ο ρόλος του κοινοβουλίου και ο ξεπεσμός του θεσμού αυτού στα μάτια του ελληνικού λαού, τόσο με τα σκάνδαλα διαπλοκής όσο και μέσα από το παιχνίδι συγκάλυψης που τα αστικά πολιτικά κόμματα, αλλά δυστυχώς ορισμένες φορές ακόμα και τα κόμματα της κοινοβουλευτικής κατοικίδιας αριστεράς, παίζουν σε αυτό. Ιδιαίτερα δε όταν κόμματα με πολύ διαφορετικές υποτίθεται πολιτικές αφετηρίες στοιχίζονται στην παροχή τόσο άμεσης (ψήφιση του μνημονίου, μεσοπρόθεσμου), όσο και έμμεσης (σύγχυση και διάσπαση του εργατικού και του μαζικού λαϊκού κινήματος, κομματικός συνδικαλισμός) στήριξης στην πολιτική της άρχουσας τάξης με τρόπους που τώρα πια γίνονται πολύ πιο εύκολα αντιληπτοί από την μεγάλη μάζα των εργαζομένων σε σχέση, ακόμα και με το πολύ πρόσφατο παρελθόν. Οι ίδιοι, κόντρα στα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού αξιώνουν ακόμα και την αλλαγή του συντάγματος μακριά από το λαό για να αλλάξουν ουσιώδεις διατάξεις καταργώντας δικαιώματα και ελευθερίες (μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων, συλλογικές συμβάσεις, περιορισμοί στην πώληση της δημόσιας περιουσίας, κ.α.) κουρελιάζοντας κάθε έννοια δημοκρατικού πολιτεύματος. Στη συνέχεια, “αξιοσέβαστοι” υποτίθεται δημοσιογράφοι σε συνεργασία με ορισμένους όχι και τόσο αξιοσέβαστους πολιτικούς, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας κατ’ αρχήν τρομοκράτησης των εργαζομένων, που δείχνει όμως και τις βαθύτερες σκέψεις και προθέσεις τους, κάνουν λόγο ακόμα και για τη χρήση του ελληνικού στρατού σε ρόλο καταστολής μιας ενδεχόμενης λαϊκής εξέγερσης. Περαιτέρω, η απροκάλυπτη χρήση παρακρατικών από την αστυνομία και η ανεξέλεγκτη βία που ολοένα και περισσότερο ασκείται σε βάρος των λαϊκών κινητοποιήσεων, δρα επίσης αποκαλυπτικά σε σχέση με τη βαθύτερη ουσία αυτών των μηχανισμών.
Απέναντι σε αυτή την «Δημοκρατία», το λαϊκό μαζικό εργατικό κίνημα πρέπει και μπορεί να στηρίζεται στη δημοκρατία των εργαζομένων στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου ταξικού εργατικού κινήματος με εργατικά συνδικάτα όπου θα κυριαρχούν οι διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, η αυτενέργεια των μελών και οι συμμετοχικές διαδικασίες πέρα από λογικές ανάθεσης των ευθυνών στους λίγους, εκλεκτούς ή στους “ικανούς” που είναι η ρίζα του εργατοπατερισμού αλλά και κάθε αντιδημοκρατικής εκτροπής. Γίνεται σαφές ότι από εδώ και πέρα η συνδυασμένη πάλη για την επίτευξη τακτικών ρηγμάτων τόσο στο επίπεδο της μεταβολής της σχέσης μισθών – κερδών όσο και στο επίπεδο των σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης σε εθνικό – διεθνικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο της πολιτιστικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης (λογική της αγοράς, αστικοί θεσμοί που λειτουργούν στη λογική μιας «δημοκρατίας» της ανάθεσης και της απόστασης από το λαό, απόσταση που εκφράζεται ακόμα και με αντιδημοκρατικές εκτροπές στις «δύσκολες ώρες») είναι απολύτως αναγκαία όσο και εφικτή, ιδιαίτερα καθώς σταδιακά τα τακτικά ρήγματα θα μετατρέπονται σε στρατηγικές νίκες και τελικά στην αλλαγή του υπάρχοντος γενικότερου συσχετισμού κεφαλαίου – εργασίας υπέρ της εργασίας.
ΙΟΥΛΙΟΣ 2011