Η αποδιοργάνωση
Κάτι δυσοiωνο άρχισε να συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2006. Ο ρυθμός των κατασχέσεων υποθηκευμένων ακινήτων σε περιοχές παλιότερων αστικών κέντρων όπως το Κλίβελαντ και το Ντιτρόιτ, με κατοίκους χαμηλού εισοδήματος, αίφνης εκτινάχθηκε στα ύψη. Ωστόσο, η επίσημη κυβερνητική γραμμή και τα μέσα ενημέρωσης δεν το αντιλήφθηκαν, διότι οι πληγέντες ήταν κατά κύριο λόγο Αφροαμερικανοί, μετανάστες (Λατίνοι) ή γυναίκες που είχαν επωμιστεί μόνες τους όλα τα οικογενειακά βάρη. Οι Αφροαμερικανοί ιδίως είχαν βιώσει δυσχέρειες στη στεγαστική δανειοδότηση ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και εντεύθεν. Μεταξύ 1998 και 2006, προτού η κρίση των κατασχέσεων ξεσπάσει για τα καλά, οι εν λόγω πολίτες υπολογίζεται ότι είχαν χάσει από 71 έως 93 δις δολάρια σε αντικειμενικές αξίες εξαιτίας της συμμετοχής τους στα λεγόμενα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης για την απόκτηση στέγης. Ωστόσο, και πάλι δεν συνέβη τίποτε απολύτως. Για ακόμα μία φορά, όπως έγινε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας του HIV/AIDS, που παρουσίασε έκρηξη επί προεδρίας Ρέιγκαν, το τεράστιο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος από την κώφευση μπροστά στους κώδωνες κινδύνου εξαιτίας της συλλογικής απάθειας –και προκατάληψης– απέναντι σε αυτούς που θα πλήττονταν πρώτοι απέβη ανυπολόγιστο για την κοινωνία.
Μόνο στα μέσα του 2007, όταν πλέον το κύμα των κατασχέσεων έπληξε τη λευκή μεσαία τάξη σε μέχρι τότε ακμάζοντα και ρεπουμπλικανικά αστικά κέντρα και προάστια στο νότο (ιδίως στη Φλόριντα) και στη δύση (σε Καλιφόρνια, Αριζόνα και Νεβάδα), ο κρατικός υπαλληλισμός άρχισε να επισημαίνει το πρόβλημα και τα έντυπα μαζικής κατανάλωσης να το σχολιάζουν. Η πρόσφατη επέκταση της ανοικοδόμησης πολυκατοικιών και μονοκατοικιών (συχνά σε «κοινότητες της κρεβατοκάμαρας» ή κατά μήκος περιφερειακών αστικών περιοχών) άρχισε να επηρεάζεται. Μέχρι το τέλος του 2007, σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν χάσει τα σπίτια τους και άλλα 4 εκατομμύρια υπολογίζεται πως διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο κατάσχεσης. Οι αντικειμενικές αξίες καταποντίστηκαν σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη των ΗΠΑ, και πολλά νοικοκυριά βρέθηκαν να χρωστούν πολύ περισσότερα από την πραγματική αξία των κατοικιών τους – γεγονός που έθεσε εν κινήσει μια καταστροφική ροπή προς περαιτέρω κατασχέσεις, οι οποίες καταβαράθρωσαν κι άλλο τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων.
Το Κλίβελαντ έμοιαζε σαν να είχε χτυπηθεί από έναν «οικονομικό τυφώνα Κατρίνα». Εγκαταλελειμμένα και αμπαρωμένα σπίτια κυριαρχούσαν στο τοπίο των οικονομικά ασθενέστερων περιοχών, κατοικημένων κυρίως από μαύρους. Στην Καλιφόρνια, οι δρόμοι ολόκληρων πόλεων, όπως το Στόκτον, γέμισαν ομοίως από έρημα και εγκαταλελειμμένα σπίτια, ενώ σε Φλόριντα και Λας Βέγκας ολάκαιρες πολυκατοικίες έστεκαν αδειανές. Όσοι είχαν πληγεί από το κύμα των κατασχέσεων έπρεπε να αναζητήσουν στέγη αλλού· τεντουπόλεις άρχισαν να εμφανίζονται σε Καλιφόρνια και Φλόριντα. Αλλού, οι ανέστιες οικογένειες είτε φιλοξενούνταν από φίλους ή συγγενείς είτε έμεναν σε στενόχωρα δωμάτια πανδοχείων.
Εκείνοι που κρύβονταν πίσω από τη χρηματοδότηση αυτής της καταστροφικής κρίσης υποθηκών αρχικά εμφανίστηκαν περιέργως ανεπηρέαστοι. Τον Ιανουάριο του 2008, τα συνολικά μπόνους στη Γουόλ Στριτ άγγιξαν τα 32 δις δολάρια, ποσό ελάχιστα χαμηλότερο από αυτό του 2007. Επρόκειτο για θαυμάσια ανταμοιβή για τη συντριβή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Οι απώλειες όσων βρίσκονταν στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας χονδρικά ισοφάριζαν τα εκπληκτικά κέρδη των χρηματιστών που βρίσκονταν στην κορυφή.
Ωστόσο, μέχρι το φθινόπωρο του 2008, η «κρίση στεγαστικών υψηλού ρίσκου», όπως ονομάστηκε, είχε οδηγήσει στον αφανισμό όλων των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών της Γουόλ Στριτ, μέσω αλλαγών καθεστώτων, επιβεβλημένων συγχωνεύσεων ή πτωχεύσεων. Η μέρα που η επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers κατέρρευσε (η 15η Σεπτεμβρίου 2008) υπήρξε καθοριστική. Οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές πάγωσαν, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των δανειοδοτήσεων ανά την υφήλιο. Όπως επισήμανε ο σεπτός πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας, Πολ Βόλκερ, ο οποίος, πέντε χρόνια νωρίτερα, μαζί με πλήθος εξειδικευμένων σχολιαστών, είχε προβλέψει οικονομικό όλεθρο εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν εξανάγκαζε το τραπεζικό σύστημα να αναθεωρήσει τις πρακτικές του, ποτέ άλλοτε τα πράγματα δεν είχαν πάρει την κάτω βόλτα «τόσο ραγδαία και τόσο ομοιόμορφα σε όλο τον κόσμο». Ο υπόλοιπος κόσμος, μέχρι τότε σχετικά άτρωτος (με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου παρεμφερή προβλήματα στη στεγαστική αγορά είχαν έρθει στην επιφάνεια πολύ νωρίτερα, εξωθώντας την κυβέρνηση να κρατικοποιήσει έναν μείζονα δανειστή, τη Northern Rock, προ καιρού), παρασύρθηκε απότομα στο τέλμα που είχε προκαλέσει πρωτίστως η οικονομική κατάρρευση των ΗΠΑ. Στο επίκεντρο του προβλήματος βρισκόταν ένα βουνό από τοξικά ομόλογα με ενυπόθηκες εξασφαλίσεις που ήταν στα χέρια τραπεζών, ή αποτελούσαν αντικείμενα συναλλαγών με ανύποπτους επενδυτές ανά τον κόσμο. Οι πάντες συμπεριφέρονταν λες και οι τιμές των ακινήτων θα ακολουθούσαν πάντα ανοδική πορεία.
Το φθινόπωρο του 2008, σχεδόν μοιραίας έντασης κραδασμοί είχαν ήδη εξαπλωθεί από τις τράπεζες στους κύριους δικαιούχους υποθηκευτικού χρέους. Οι Fannie Mae και Freddie Mac, oργανισμοί στεγαστικών δανείων μισθωμένοι από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, χρειάστηκε να κρατικοποιηθούν. Οι μέτοχοί τους καταστράφηκαν, αλλά οι ομολογιούχοι, συμπεριλαμβανομένης και της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας, παρέμειναν προστατευμένοι. Ανυποψίαστοι επενδυτές ανά την υφήλιο από συνταξιοδοτικά ταμεία, μικρές τοπικές ευρωπαϊκές τράπεζες και κέντρα αυτοδιοίκησης από τη Νορβηγία μέχρι τη Φλόριντα, που είχαν ενδώσει στο επενδυτικό δέλεαρ των «υψηλής απόδοσης» υποθηκών με εξασφάλιση, βρέθηκαν με ένα μάτσο άχρηστα χαρτιά και ανήμποροι να διευθετήσουν τις υποχρεώσεις τους ή να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ασφαλιστικοί κολοσσοί όπως η AIG, η οποία είχε ασφαλίσει τα ριψοκίνδυνα στοιχήματα τόσο αμερικανικών όσο και διεθνών τραπεζών, έπρεπε να διασωθούν από την οικονομική καταστροφή εξαιτίας των τεράστιων αποζημιώσεων που ήταν υποχρεωμένες να καταβάλουν. Μετοχικές αγορές άρχισαν να παραπαίουν, καθώς οι τραπεζικές μετοχές ιδίως είχαν χάσει σχεδόν όλη τους την αξία, συνταξιοδοτικά ταμεία λύγιζαν υπό τις αυξανόμενες πιέσεις, δημοτικοί προϋπολογισμοί συρρικνώνονταν, και ο πανικός εξαπλωνόταν απ’ άκρη σ’ άκρη του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Γινόταν ολοένα και πιο προφανές ότι μόνο μια γιγάντια κυβερνητική διάσωση μπορούσε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα μείωσε τα επιτόκιά της σχεδόν στο μηδέν. Λίγο μετά την πτώχευση της Lehman, μια ομάδα αξιωματούχων του Υπουργείου Οικονομικών και τραπεζιτών, μεταξύ των οποίων ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ (και πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs) και ο νυν διευθύνων σύμβουλος της Goldman, εξήλθε από μια αίθουσα συνεδριάσεων με ένα έγγραφο τριών σελίδων που απαιτούσε διάσωση του τραπεζικού συστήματος, ύψους 700 δις δολαρίων, απειλώντας παράλληλα τις αγορές με οικονομικό Αρμαγεδδώνα. Ήταν λες και η Γουόλ Στριτ είχε προβεί σε οικονομικό πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης και του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους υποχώρησε και το χρήμα έρρευσε ποταμηδόν, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο, προς όλους τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που κρίνονταν «υπερβολικά σημαντικοί για να αποτύχουν».
Ωστόσο, οι πιστωτικές αγορές παρέμειναν παγωμένες. Ο ίδιος κόσμος που μερικά χρόνια πριν έμοιαζε «να κολυμπάει σε πλεονάσματα ρευστότητας» (όπως συχνά ανέφερε το ΔΝΤ) ξαφνικά βρέθηκε χωρίς μετρητά, να κολυμπάει σε πλεονάζοντα σπίτια, γραφεία και εμπορικά κέντρα, σε πλεονάζουσες δυνατότητες παραγωγής και ακόμα πιο πλεονάζον εργατικό δυναμικό.
Μέχρι το τέλος του 2008, όλοι οι τομείς της αμερικανικής οικονομίας αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών βρισκόταν σε κάμψη, η ανοικοδόμηση έπαυσε, η ενεργή ζήτηση κατέρρευσε, οι λιανικές πωλήσεις καταβαραθρώθηκαν, η ανεργία έφτασε στα ύψη, ενώ καταστήματα και κατασκευαστικά εργοστάσια έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Πολλά πραγματικά εμβλήματα της αμερικανικής βιομηχανίας, όπως η General Motors, βρέθηκαν ακόμα πιο κοντά στην πτώχευση και, επιπλέον, χρειάστηκε να οργανωθεί μια επιχείρηση προσωρινής διάσωσης των αυτοκινητοβιομηχανιών του Ντιτρόιτ. Η βρετανική οικονομία αντιμετώπιζε ανάλογες δυσκολίες και η Ευρωπαϊκή Ένωση επλήγη, καίτοι άνισα, με την Ισπανία και την Ιρλανδία, καθώς και αρκετά από τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη που είχαν ενταχθεί πρόσφατα στην Ένωση, να δέχονται το βαρύτερο πλήγμα. Η Ισλανδία, οι τράπεζες της οποίας κερδοσκοπούσαν στις προαναφερθείσες χρηματοπιστωτικές αγορές, χρεοκόπησε εντελώς.
Μέχρι τις αρχές του 2009, το μοντέλο εξαγωγικής εκβιομηχάνισης που είχε αποφέρει θεαματική ανάπτυξη στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία συρρικνωνόταν με ανησυχητικό ρυθμό (πολλές χώρες όπως η Ταϊβάν, η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία είδαν τις εξαγωγές τους να υποχωρούν σε ποσοστό περίπου 20% ή και περισσότερο μέσα σε διάστημα μόλις δύο μηνών). Το παγκόσμιο διεθνές εμπόριο σημείωσε πτώση 30% και πλέον μέσα σε μερικούς μήνες, ασκώντας πιέσεις σε εξαγωγικές οικονομίες όπως της Γερμανίας και της Βραζιλίας. Οι παραγωγοί πρώτων υλών, που μεσουρανούσαν το καλοκαίρι του 2008, ξαφνικά είδαν τις τιμές να καταποντίζονται, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα σε πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως η Ρωσία και η Βενεζουέλα, καθώς και τα αραβικά κράτη του Κόλπου. Η ανεργία άρχισε να αυξάνεται με αιφνιδιαστικό ρυθμό. Περί τα 20 εκατομμύρια άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά άνεργοι στην Κίνα και ανησυχητικές αναφορές ταραχών άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι στρατιές των ανέργων ξεπέρασαν τα 5 εκατομμύρια μέσα σε μερικούς μήνες (και πάλι με επίκεντρο τις κοινότητες των Αφροαμερικανών και των Λατίνων). Στην Ισπανία, ο δείκτης ανεργίας έκανε άλμα ξεπερνώντας το 17%.
Μέχρι την άνοιξη του 2009, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμούσε ότι πάνω από 50 τρις δολάρια σε αξίες καθαρών περιουσιακών στοιχείων, ποσό σχεδόν ίσο με τη συνολική αξία παγκόσμιας παραγωγής ενός έτους σε αγαθά και υπηρεσίες, είχε καταστραφεί. Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ υπολόγιζε σε 11 τρις δολάρια τις απώλειες αξίας ενεργητικού για τα αμερικανικά νοικοκυριά μόνο για το οικονομικό έτος 2008. Στο μεταξύ, η Παγκόσμια Τράπεζα προέβλεπε το πρώτο έτος αρνητικής ανάπτυξης στην παγκόσμια οικονομία από 1945.
Επρόκειτο, χωρίς αμφιβολία, για τη μεγαλύτερη κρίση στη σύγχρονη ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει επίσης να ιδωθεί ως η κορύφωση ενός μοντέλου οικονομικών κρίσεων που γινόταν ολοένα συχνότερο και σοβαρότερο στη διάρκεια των περιόδων που μεσολάβησαν από τις τελευταίες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η οικονομική κρίση που συντάραξε την ανατολική και νοτιοανατολική Ασία την περίοδο 1997-1998 ήταν τρομερή και επηρέασε τη Ρωσία (που οδηγήθηκε σε στάση πληρωμών το 1998) και κατόπιν, το 2001, την Αργεντινή (πυροδοτώντας μια γενικευμένη κατάρρευση που οδήγησε σε πολιτική αστάθεια, καταλήψεις εργοστασίων και εξαγορές, σε αυθόρμητους αποκλεισμούς εθνικών οδών και σε συνοικιακές κολεκτίβες) είχε τοπικό χαρακτήρα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η κατάρρευση το 2001 κορυφαίων εταιριών, όπως η WorldCom και η Enron, που στην ουσία εμπορεύονταν οικονομικά εργαλεία τα οποία ονομάζονται παράγωγα, μιμήθηκε την κολοσσιαία πτώχευση της εταιρίας αμοιβαίων κεφαλαίων Long-term Capital Management, το διοικητικό σώμα της οποίας περιλάμβανε δύο νομπελίστες οικονομολόγους το 1998. Υπήρξαν άφθονα σημάδια από νωρίς ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο αποκαλούμενο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» των εξωχρηματιστηριακών οικονομικών συναλλαγών και, ως εκ τούτου, στις αρρύθμιστες αγορές που είχαν ξεφυτρώσει ως διά μαγείας από το 1990 και μετά.
Από το 1973 κι εντεύθεν έχουν συμβεί εκατοντάδες οικονομικές κρίσεις ανά την υφήλιο, σε αντιδιαστολή με την περίοδο 1945-1973, κατά την οποία οι κρίσεις ήταν ελάχιστες· και αρκετές από αυτές σχετίζονταν με την αγορά ακινήτων και την ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Η πρώτη μεγάλης έκτασης παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού στη μεταπολεμική περίοδο ξεκίνησε την άνοιξη του 1973, έξι μήνες προτού το εμπάργκο των αραβικών πετρελαίων εκτινάξει τις τιμές του πετρελαίου στα ύψη. Η γενεσιουργός αιτία της κρίσης ήταν ένα παγκόσμιο κραχ στην αγορά ακινήτων που γονάτισε πλήθος τραπεζών και επηρέασε ριζικά όχι μόνο τοπικές οικονομίες (όπως της Νέας Υόρκης, που από τεχνικής άποψης χρεοκόπησε τελείως το 1975 αλλά πρόλαβε να διασωθεί), μα και τις κρατικές οικονομίες εν γένει. Η ιαπωνική αναπτυξιακή έκρηξη της δεκαετίας του ’80 έληξε με κατάρρευση του χρηματιστηρίου και με καταβαράθρωση στις τιμές της κτηματαγοράς – η οποία υφίσταται ακόμα. Το τραπεζικό σύστημα της Σουηδίας κρίθηκε απαραίτητο να κρατικοποιηθεί το 1992, μεσούσης μιας κρίσης στη Νορβηγία που επηρέαζε και τη Φινλανδία, προκληθείσα από υπερβολές στις αγορές ακινήτων. Μία από τις αιτίες που πυροδότησαν την κατάρρευση στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία την περίοδο 1997-1998 ήταν η πλεονάζουσα αστική ανάπτυξη, τροφοδοτούμενη από εισροή ξένου κερδοσκοπικού κεφαλαίου σε Ταϊλάνδη, Χονγκ Κονγκ, Ινδονησία, Νότια Κορέα και Φιλιππίνες. Αλλά και η παρατεταμένη κρίση αποταμιεύσεων και δανείων που έπληξε τις ΗΠΑ την περίοδο 1984-1992 (με γενεσιουργό αιτία την κρίση στην αγορά της εμπορικής ακίνητης περιουσίας) είχε ως αποτέλεσμα τη χρεοκοπία 1.400 και πλέον εταιριών αποταμιεύσεων και δανείων και 1.860 τραπεζών, επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών με χρέος 200 δις δολάρια (μια κατάσταση που θορύβησε τόσο πολύ τον Γουίλιαμ Άιζακς, τότε πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Αρχής Εγγύησης Καταθέσεων, που το 1987 απείλησε την Ένωση Αμερικανικών Τραπεζών με κρατικοποιήσεις αν δεν συνετίζονταν). Κρίσεις σχετιζόμενες με την αγορά ακινήτων τείνουν να είναι πιο μακροχρόνιες από τις σύντομες, οξείες κρίσεις που περιστασιακά κλυδωνίζουν άμεσα τις χρηματαγορές και τα τραπεζικά συστήματα. Αυτό συμβαίνει διότι, όπως θα δούμε, οι επενδύσεις στο οικοδομημένο περιβάλλον είναι κατά κανόνα βασισμένες σε πίστωση υψηλού ρίσκου, με εκπόνηση μακράς διάρκειας: Όταν οι πλεονάζουσες επενδύσεις εντέλει αποκαλύπτονται (όπως συνέβη σχετικά πρόσφατα στο Ντουμπάι), τότε το οικονομικό χάλι που θέλει χρόνια για να προκύψει θέλει άλλα τόσα χρόνια για να αντιστραφεί.
Κατά συνέπεια, η παρούσα κατάρρευση δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο, με εξαίρεση τις διαστάσεις και το εύρος της. Ούτε είναι ασυνήθιστο το ότι έχει τις ρίζες της στις κρίσεις της αστικής ανάπτυξης και της αγοράς ακινήτων. Οφείλουμε, επομένως, να αναγνωρίσουμε ότι κάποια εγγενής συσχέτιση βρίσκεται επί το έργον, η οποία χρήζει προσεκτικής αναδόμησης.
Πώς, λοιπόν, μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρόν τέλμα; Μήπως η κρίση σηματοδοτεί, λόγου χάρη, το τέλος του νεοφιλελευθερισμού της ελεύθερης αγοράς ως κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης; Η απάντηση εξαρτάται από το τι ακριβώς εννοούμε με τη λέξη «νεοφιλελευθερισμός».
Η δική μου άποψη είναι πως αναφέρεται σε ένα ταξικό σχέδιο που συνάχθηκε κατά την κρίση της δεκαετίας του ’70. Με μανδύα τόνους ρητορείας σχετικά με την ελευθερία του ατόμου, την ελεύθερη αγορά και το ελεύθερο εμπόριο, νομιμοποίησε δρακόντειες πολιτικές, σχεδιασμένες για την ανάκτηση και την παγίωση της καπιταλιστικής ταξικής ισχύος. Το σχέδιο υπήρξε επιτυχές, κρίνοντας από την απίστευτη συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας που παρατηρείται σε όλες τις χώρες οι οποίες ακολούθησαν το μονοπάτι του νεοφιλελευθερισμού. Και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που αποδεικνύει την εξάλειψή του.
Μία από τις βασικές πραγματιστικές αρχές που ανέκυψαν τη δεκαετία του ’80, για παράδειγμα, όριζε ότι η κρατική εξουσία πρέπει να προστατεύει τους οικονομικούς οργανισμούς πάση θυσία. Η αρχή αυτή, που έσκασε στα μούτρα τού μη παρεμβατισμού, τον οποίο προέκριναν οι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού, προέκυψε από την οικονομική κρίση της Νέας Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Κατόπιν, επεκτάθηκε στο Μεξικό με τη μορφή της κρίσης χρέους που συντάραξε τη χώρα πέρα ως πέρα το 1982. Για να το θέσουμε αγοραία, η πολιτική όριζε: Ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των κινδύνων· σώστε τις τράπεζες και ξεζουμίστε το λαό (στο Μεξικό, παραδείγματος χάρη, το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού έπεσε περί το 25% μέσα σε τέσσερα χρόνια από την οικονομική διάσωση του 1982). Το αποτέλεσμα ήταν το λεγόμενο «ηθικό ρίσκο» του συστήματος. Οι τράπεζες συμπεριφέρονται αλγεινά επειδή δεν χρειάζεται να αναλάβουν τις ευθύνες για τις αρνητικές επιπτώσεις της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς τους. Η διάσωση τραπεζών στις μέρες μας είναι η ίδια ιστορία, μόνο με μεγαλύτερες διαστάσεις και επικεντρωμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Με τον ίδιο τρόπο που προέκυψε ο νεοφιλελευθερισμός ως απάντηση στην κρίση της δεκαετίας του ’70, έτσι και το μονοπάτι που διαλέγουμε σήμερα θα καθορίσει το χαρακτήρα της περαιτέρω εξέλιξης του καπιταλισμού. Οι σύγχρονες ισχύουσες πολιτικές προτείνουν έξοδο από την κρίση με επιπλέον συγχωνεύσεις και συγκεντρωτισμό της καπιταλιστικής ταξικής ισχύος. Πλέον υφίστανται μόλις τέσσερα-πέντε μείζονα τραπεζικά ιδρύματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι όμως πλήθος χρηματιστές της Γουόλ Στριτ ακμάζουν στις μέρες μας. Η Lazard’s, λόγου χάρη, που ειδικεύεται σε εξαγορές και συγχωνεύσεις, βγάζει λεφτά με ουρά, και η Goldman Sachs (την οποία πολλοί πλέον αποκαλούν ειρωνικά «Government Sachs», για να υπογραμμίσουν την επιρροή της στις πολιτικές του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών) τα πηγαίνει περίφημα, μια χαρά. Ορισμένοι πλούσιοι θα χάσουν τα κέρατά τους, το δίχως άλλο, μα σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Άντριου Μέλον, Αμερικανού τραπεζίτη και υπουργού Οικονομικών την περίοδο 1921-1932, «Σε περίοδο κρίσης, οι πόροι επιστρέφουν στους δικαιούχους τους» (δηλαδή, στον ίδιο). Κι αυτό ακριβώς θα συμβεί και αυτή τη φορά, εάν δεν προκύψει κάποιο εναλλακτικό πολιτικό ρεύμα που θα αναχαιτίσει το όλο φαινόμενο.
Οι οικονομικές κρίσεις είναι χρήσιμες για την εκλογίκευση των παραλογισμών του καπιταλισμού. Κατά κανόνα οδηγούν σε αναδιαμορφώσεις, σε νέα αναπτυξιακά μοντέλα, νέες σφαίρες επενδύσεων και νέες μορφές ταξικής ισχύος. Από πολιτικής πλευράς, όλα αυτά θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Ωστόσο, η πολιτευόμενη τάξη των ΗΠΑ έχει μέχρι τούδε υποχωρήσει στον οικονομικό πραγματισμό και δεν έχει καν αγγίξει τις ρίζες του προβλήματος. Οι οικονομικοί σύμβουλοι του προέδρου Ομπάμα ανήκουν στην παλιά σχολή – ο Λάρι Σάμερς, διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών επί προεδρίας Κλίντον, όταν η έκκληση για άρση του ελέγχου της οικονομίας έφτασε στο απόγειό της. Επίσης ο Τιμ Γκέιθνερ, υπουργός Οικονομικών του Ομπάμα και πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, έχει στενές επαφές με τη Γουόλ Στριτ. Το αποκαλούμενο «κόμμα της Γουόλ Στριτ» ασκεί τεράστια επιρροή στο κόμμα των Δημοκρατικών, καθώς και στους Ρεπουμπλικάνους (ο Τσαρλς Σούμερ, πανίσχυρος Δημοκρατικός γερουσιαστής εκ Νέας Υόρκης, έχει συγκεντρώσει εκατομμύρια δολάρια από τη Γουόλ Στριτ εδώ και χρόνια, όχι μόνο για τις δικές του προεκλογικές εκστρατείες αλλά και για το κόμμα των Δημοκρατικών).
Όσοι ακολούθησαν τις προτροπές του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επί προεδρίας Κλίντον βρίσκονται τώρα εκ νέου στο τιμόνι της χώρας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα κάνουν τίποτα για τον ανασχεδιασμό της οικονομικής αρχιτεκτονικής, διότι οφείλουν να το πράξουν. Για ποιον όμως; Θα κρατικοποιήσουν τις τράπεζες και θα τις μετατρέψουν σε όργανα που θα υπηρετούν τους πολίτες; Μήπως οι τράπεζες θα γίνουν απλώς –όπως σημαίνουσες φωνές διατείνονται μέχρι και στους Financial Times– ελεγχόμενες δημόσιες υπηρεσίες; Πολύ αμφιβάλλω. Μήπως οι δυνάμεις επιρροής των ημερών μας θέλουν απλώς και μόνο να λύσουν το πρόβλημα επιβαρύνοντας τους πολίτες με το κόστος και κατόπιν θα επιστρέψουν τις τράπεζες στα ταξικά συμφέροντα που μας οδήγησαν σε αυτό το χάλι; Η κατεύθυνση αυτή είναι σχεδόν αναπόδραστη εάν δεν προκύψει ένα κύμα πολιτικής αντιπαλότητας που να υπαγορεύει άλλους όρους. Ήδη οι λεγόμενες «επενδυτικές τράπεζες-μπουτίκ» οργανώνονται ραγδαία στο περιθώριο της Γουόλ Στριτ, έτοιμες να ακολουθήσουν τα βήματα της Lehman και της Merrill Lynch. Και στο μεταξύ, οι μεγάλες τράπεζες που παραμένουν αποθησαυρίζουν πόρους για να συνεχίσουν εκ νέου να καταβάλλουν τα τεράστια μπόνους που μοίραζαν πριν από το κραχ.
Το κατά πόσο μπορούμε να εξέλθουμε από αυτή την κρίση με άλλο τρόπο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων. Εξαρτάται, επίσης, από το βαθμό στον οποίο οι πληθυσμιακές μάζες εξεγείρονται και βροντοφωνάζουν: «Φτάνει πια αυτό το σύστημα, ας το αλλάξουμε». Ο μέσος πολίτης, ασχέτως φύλου και εργασίας, έχει κάθε λόγο να συμμεριστεί αυτό το αίτημα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, τα έσοδα των νοικοκυριών από τη δεκαετία του ’70 έχουν εν γένει λιμνάσει, εν μέσω μιας πελώριας συσσώρευσης πλούτου από τα ταξικά, καπιταλιστικά συμφέροντα. Για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν από οποιοδήποτε κέρδος από την αυξανόμενη παραγωγικότητα. Έχουμε βιώσει 30 χρόνια συγκράτησης των μισθών. Πώς και γιατί συνέβη αυτό;
Ένας από τους μείζονες φραγμούς στην παρατεταμένη συσσώρευση κεφαλαίου και στη συγχώνευση της καπιταλιστικής ταξικής ισχύος κατά τη δεκαετία του ’60 ήταν η χειρωνακτική εργασία. Υπήρχαν ελλείψεις εργατών τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Η εργατική τάξη ήταν καλά οργανωμένη, με συμπαθητικές απολαβές και πολιτικό έρμα. Ωστόσο, το κεφάλαιο χρειαζόταν πρόσβαση σε φθηνότερο και πιο χειραγωγήσιμο εργατικό δυναμικό. Υπήρχαν διάφοροι τρόποι για να το πετύχει αυτό. Ένας ήταν η ενθάρρυνση της μετανάστευσης. Ο νόμος περί μετανάστευσης και ιθαγένειας του 1965, που καταργούσε τον επιτρεπόμενο αριθμό μεταναστών βάσει εθνικότητας, παραχώρησε στο αμερικανικό κεφάλαιο πρόσβαση στον παγκόσμιο υπερπληθυσμό (έως τότε, οι μοναδικοί προνομιούχοι ήταν οι Ευρωπαίοι και οι λευκοί). Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η κυβέρνηση της Γαλλίας χρηματοδοτούσε την εισροή εργατών από τη βόρεια Αφρική, οι Γερμανοί έμπαζαν Τούρκους αθρόα, οι Σουηδοί εισήγαν Γιουγκοσλάβους και οι Βρετανοί αντλούσαν εργατικό δυναμικό από τους πληθυσμούς των παλιών αποικιών τους.
Ένας άλλος τρόπος ήταν η αναζήτηση τεχνολογιών που θα μείωναν τις ανάγκες για εργατικό δυναμικό, όπως η ρομποτοποίηση της αυτοκινητοβιομηχανίας, που προκάλεσε κύματα ανεργίας. Εν μέρει οι νέες τεχνολογίες αξιοποιήθηκαν όντως, αλλά αυτό έγινε με μεγάλη αντίσταση από την εργατική τάξη, που επέμενε στις συμβάσεις παραγωγικότητας. Η συγχώνευση μονοπωλιακών εταιρικών συμφερόντων εξασθένισε περισσότερο τη στροφή στις τεχνολογικές καινοτομίες, διότι το υψηλότερο κόστος του εργατικού δυναμικού μπορούσε να μεταφραστεί για τον καταναλωτή σε υψηλότερες τιμές (με αποτέλεσμα τον σταθερό πληθωρισμό). Οι «τρεις κολοσσοί» της αυτοκινητοβιομηχανίας του Ντιτρόιτ ακολούθησαν κατά κανόνα αυτή τη γραμμή. Η μονοπωλιακή τους ισχύς εντέλει κατέρρευσε όταν οι Ιάπωνες και οι Γερμανοί εισέβαλαν στην αμερικανική αγορά αυτοκινήτων τη δεκαετία του ’80. Η επιστροφή σε συνθήκες μεγαλύτερου ανταγωνισμού, που υπήρξε ζωτικό πολιτικό ζητούμενο τη δεκαετία του ’70, εν συνεχεία επέβαλε τεχνολογίες χαμηλότερου κόστους. Ωστόσο, αυτό συνέβη σχετικά αργά στο όλο παιχνίδι.
Και αν όλα τα παραπάνω αποτύχαιναν, υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, τη Μάργκαρετ Θάτσερ και το στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ, που περίμεναν στα παρασκήνια, οπλισμένοι με νεοφιλελεύθερα δόγματα, έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν την κρατική εξουσία για να συντρίψουν τη συνδικαλισμένη εργατική τάξη. Ο Πινοσέτ και οι Βραζιλιάνοι και Αργεντίνοι στρατηγοί το πέτυχαν μέσω της στρατιωτικής ισχύος, ενώ ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ ενορχήστρωσαν μετωπικές συγκρούσεις με τα μεγάλα συνδικάτα, είτε άμεσα –όπως συνέβη με τη σύγκρουση του Ρέιγκαν με τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας και την άγρια μάχη που εξαπέλυσε η Θάτσερ εναντίον των ανθρακωρύχων και των συνδικάτων του Τύπου– είτε έμμεσα, με την πρόκληση ανεργίας. Ο Άλαν Μπαντ, κύριος οικονομικός σύμβουλος της Θάτσερ, αργότερα παραδέχτηκε ότι «οι πολιτικές της δεκαετίας του ’80 για την πάταξη του πληθωρισμού μέσω της σύσφιξης της οικονομίας και των δημόσιων δαπανών ήταν μια βιτρίνα για τη σύνθλιψη των εργατών και τη δημιουργία βιομηχανικών δυνάμεων εφεδρείας» που έμελλε να υπονομεύσει την ισχύ της εργατικής τάξης και να επιτρέψει στους καπιταλιστές να αποκομίζουν εύκολα κέρδη εσαεί. Στις ΗΠΑ η ανεργία, στο όνομα του ελέγχου του πληθωρισμού, μέχρι το 1982 είχε ξεπεράσει το 10%. Το αποτέλεσμα; Τελμάτωση των μισθών. Αυτό συνοδεύτηκε και από πολιτικές εγκληματοποίησης και φυλάκισης των φτωχών, που οδήγησαν στην ύπαρξη 2 εκατομμυρίων και πλέον φυλακισμένων μέχρι το 2000.
Το κεφάλαιο είχε επίσης την επιλογή να πάει εκεί όπου βρισκόταν το πλεόνασμα των χειρωνακτών. Γυναίκες της υπαίθρου από όλο το νότιο ημισφαίριο ενσωματώθηκαν στο απανταχού εργατικό δυναμικό, από τα Μπαρμπέιντος στο Μπαγκλαντές και από τη Σιουδάδ Χουάρες στην Ντονγκουάν. Το αποτέλεσμα ήταν μια αύξηση της θηλεοποίησης του προλεταριάτου, η καταστροφή των «παραδοσιακών» αγροτικών συστημάτων αυτάρκους παραγωγής και η αύξηση των άπορων γυναικών ανά την υφήλιο. Το διεθνές εμπόριο λευκής σαρκός υπό μορφή οικιακής δουλείας και πορνείας κορυφώθηκε, καθώς πάνω από 2 δις άνθρωποι, ολοένα και πιο στριμωγμένοι στις φτωχογειτονιές, στις φαβέλες και στα γκέτο ανθυγιεινών πόλεων, πάσχιζαν να τα βγάλουν πέρα με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα.
Κολυμπώντας στο πλεονάζον κεφάλαιο, εταιρίες με έδρα στις ΗΠΑ άρχισαν όντως να συνεισφέρουν στην εκτός συνόρων παραγωγή στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ωστόσο η κίνηση αυτή χρειάστηκε δέκα χρόνια για να πάρει μπρος. Έκτοτε τμήματα προϊόντων, κατασκευασμένα οπουδήποτε στον κόσμο –κατά προτίμηση σε χώρες όπου οι πρώτες ύλες και τα εργατικά χέρια ήταν φθηνότερα–, μπορούσαν να εισαχθούν στις ΗΠΑ και να συναρμολογηθούν με τελικό στόχο την πώλησή τους σε τοπικές αγορές. Το «παγκόσμιο αυτοκίνητο» και η «παγκόσμια τηλεόραση» έγιναν συνηθισμένα αντικείμενα τη δεκαετία του ’80. Το κεφάλαιο είχε πλέον πρόσβαση στο φθηνό εργατικό δυναμικό όλου του κόσμου. Και ως κορωνίδα, η κατάρρευση του κομμουνισμού, δραματική στο πρώην σοβιετικό μπλοκ και βαθμιαία στην Κίνα, πρόσθεσε άλλα 2 δις ανθρώπους στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό.
Η «παγκόσμια στροφή» διευκολύνθηκε από μια ριζική αναδιοργάνωση των μέσων μεταφοράς που μείωσε το κόστος των μετακινήσεων. Η εμπορευματοκιβωτιοποίηση, καινοτομία-κλειδί, επέτρεπε εξαρτήματα κατασκευασμένα στη Βραζιλία να συναρμολογούνται σε αυτοκίνητα παραγωγής Ντιτρόιτ. Τα νέα συστήματα επικοινωνίας επέτρεπαν τη σύσφιξη και καλύτερη οργάνωση της αλυσιδωτής κατασκευής εμπορευμάτων κατά μήκος και πλάτος του πλανήτη (απομιμήσεις παρισινών ρούχων και αξεσουάρ υψηλής ραπτικής μπορούσαν να σταλούν σχεδόν αμέσως στο Μανχάταν από εργοστάσια σκλάβων του Χονγκ Κονγκ). Τεχνητοί φραγμοί στο εμπόριο, όπως δασμοί και εισφορές, μειώθηκαν. Πάνω απ’ όλα, δημιουργήθηκε μια νέα παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική που διευκόλυνε την αβίαστη διεθνή ροή ρευστού κεφαλαίου οπουδήποτε μπορούσε να αξιοποιηθεί με το μεγαλύτερο κέρδος. Η απορρύθμιση της οικονομίας που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 επιταχύνθηκε μετά το 1986 και στη δεκαετία του ’90 ήταν πλέον ασταμάτητη.
Το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα για το κεφάλαιο, όπως δεν αποτέλεσε τα τελευταία 25 χρόνια. Ωστόσο, αποδυναμωμένα συνδικάτα σημαίνουν χαμηλότερες απολαβές, και πλήθη πάμπτωχων εργατών δεν συντείνουν σε σφριγηλή αγορά. Ως εκ τούτου, η επίμονη συγκράτηση των μισθών θέτει το πρόβλημα της έλλειψης ζήτησης για την επεκτεινόμενη παραγωγή των καπιταλιστικών εταιριών. Ένας φραγμός στη συσσώρευση κεφαλαίου, το ζήτημα της εργατικής τάξης, έχει ξεπεραστεί με κίνδυνο να δημιουργήσει έναν άλλο φραγμό, την έλλειψη αγοράς. Πώς μπορούσε λοιπόν να παρακαμφθεί ο δεύτερος αυτός φραγμός;
Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία τη Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου
*Μετά από κλήρωση, 3 τυχεροί που θα αφήσουν το σχόλιό τους, θα κερδίσουν από ένα αντίτυπο του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου