Του Γιάννη Βούλγαρη
Μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Αντρέα Παπανδρέου, τον Χαρίλαο Φλωράκη, ο θάνατος του Λεωνίδα Κύρκου έκλεισε τον κύκλο των ηγετών της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Δικαίως λοιπόν προκαλεί αυθόρμητα την αίσθηση του «τέλους μιας ολόκληρης εποχής». Αν η σημερινή στιγμή ήταν «κανονική», αν οι ιστορικοί κύκλοι που άνοιξαν με τη Μεταπολίτευση συνεχίζονταν ομαλά, με τα πάνω και τα κάτω τους, τότε θα αρκούσαν για τον Λεωνίδα Κύρκο οι «κανονικές» νεκρολογίες: από νωρίς στρατεύτηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, βουλευτής της ΕΔΑ, φυλακίστηκε, στη διάσπαση, ΚΚΕ Εσωτερικού, πρωτοστάτησε στον ΣΥΝ, το 1989, καινοτόμος, έμεινε πιστός, κ.λπ. Η στιγμή όμως δεν είναι κανονική, η Ελλάδα ζει έκτακτες συνθήκες και το γεγονός αυτό φωτίζει διαφορετικά το μεταπολιτευτικό παρελθόν. Με την εκ των υστέρων γνώση των αιτίων που μας οδήγησαν στη σημερινή χρεοκοπία, η ζωή και η παρουσία του Λεωνίδα Κύρκου προβάλλει σαν έγκαιρη και αγνοημένη προειδοποίηση, σαν στοχασμός εναλλακτικών διαδρομών της μεταπολίτευσης, άχρηστος ως προς το παρελθόν, χρήσιμος όμως για το παρόν και το μέλλον.
Γράφτηκαν ήδη πολλά για την περιπέτειά του στην Αριστερά, τις εσωτερικές συγκρούσεις της, την προφανή ιστορική δικαίωση των κεντρικών θέσεων που υποστήριξε για την ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος, τα λάθη και τις αδυναμίες του. Εδώ, η μνήμη του νεκρού ηγέτη, εν μέσω κρίσης, με ενδιαφέρει μόνο από τη συνδρομή που μπορεί να δώσει στην αναγκαία αυτοκριτική της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Πιστεύω ότι ο Κύρκος ενσάρκωσε μια διαφορετική αντίληψη για την Πολιτική και κατά τούτο λειτούργησε σαν διαρκές «αντι-παράδειγμα» στον τρόπο που αυτή συνήθως ασκήθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο. Αντίληψη βαθιά ιστορική και βιωματική, διαμορφώθηκε κατ' αρχάς στη δραματική διαδρομή από την Κατοχή στη δικτατορία. Στη νεότητά του γνώρισε την εκρηκτική ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος και την εκτόξευση του ΚΚΕ από διαλυμένο σχεδόν κόμμα το 1939 σε τεράστιο μαζικό οργανισμό λίγα χρόνια αργότερα. Η εμπειρία αυτή ενέπνευσε στον Λεωνίδα Κύρκο μια ουσιαστική εμπιστοσύνη στη δύναμη και την ενεργητικότητα των μαζών. Εξίσου όμως τον δίδαξε και η τραγική ήττα αυτού του κινήματος όταν οδηγήθηκε στον Εμφύλιο (αντίθετα με διάφορες απόψεις δικαίωσης του Εμφυλίου που σήμερα κυκλοφορούν στον αριστερό χώρο, οι ιστορικοί ηγέτες της ανανεωτικής Αριστεράς λίγες αμφιβολίες είχαν για τα λάθη που διέπραξε το ΚΚΕ στη δεκαετία του '40). Σε κάθε περίπτωση, αυτή η τραγική κατάληξη τού έδειξε τη σημασία που είχε η «εγκοίτωση» κάθε μεγάλου κινήματος, για να χρησιμοποιήσω την εξαιρετικά παραστατική λέξη με την οποία ο Αλέξανδρος Σβώλος περιέγραψε τη διαλεκτική ηγεσίας - μαζών στην περίπτωση του Ελευθέριου Βενιζέλου και του κινήματος του 1909. Εδειξε με άλλα λόγια, τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής διεύθυνσης και της ευθύνης των ηγετών να διοχετεύσουν κατάλληλα τον χείμαρρο του μαζικού αυθορμητισμού.
Η επιβολή της δικτατορίας το 1967 επικύρωσε και ενίσχυσε αυτήν την πικρή εμπειρία. Το πολιτικό σύστημα είχε σταθεί ανίκανο να διαχειριστεί την πολιτική κρίση του 1965, η δημοκρατία καταλύθηκε παρότι αρχικά μόνο οι γνωστές μειοψηφικές ομάδες του συστήματος εξουσίας επεδίωκαν αυτό το αποτέλεσμα. Ο Λεωνίδας Κύρκος χαράχτηκε από τη διπλή αυτή εμπειρία: της πίστης στην ενεργητικότητα των μαζών και ταυτόχρονα της ευθύνης της ηγεσίας να διοχετεύσει την ενεργητικότητα στη σωστή κοίτη. Στο μέτρο αυτό πολέμησε την απλουστευτική αριστερή αντίληψη που ήθελε κάθε κρίση «να ατσαλώνει την επαναστατική διάθεση», προειδοποίησε ότι οι κρίσεις συχνά παράγουν απλώς καταστροφές και γι' αυτό χρειάζονται πολιτικές πρωτοβουλίες που να αποτρέπουν τα διαφαινόμενα αδιέξοδα. Από την άλλη, είδε με ανησυχία τη λαϊκιστική τροπή που έπαιρνε το ιστορικό-κοινωνικό κύμα αλλαγής στη δεκαετία του '80, γεγονός που δεν τον απέτρεπε να υποστηρίζει τον στρατηγικό χαρακτήρα που είχε ο διάλογος με το ΠΑΣΟΚ. Υπομνήσεις χρήσιμες σήμερα καθώς το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να συμπεριφέρεται ερήμην του επερχόμενου κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας, και οι κοινωνικές διαμαρτυρίες παίρνουν όλο και συχνότερα τη μορφή άναρθρων εκρήξεων.
O Λεωνίδας Κύρκος υπολόγιζε πολύ τον βαθμό «δεκτικότητας» των μαζών στο καινούργιο, τα όρια που αυτή είχε. Σεβόταν δηλαδή τις ταυτότητες και τα στερεότυπα που είχαν παραγάγει στη συνείδηση των ανθρώπων η Ιστορία της Ελλάδας, τα διεθνή ιδεολογικά ρεύματα, η κουλτούρα των επιμέρους πολιτικών παρατάξεων, τα τοπικά βιώματα. Η προσέγγισή του όμως ήταν αντίθετη με τη λαϊκιστική πρακτική. Σεβόταν αλλά δεν υποτασσόταν στις παγιωμένες νοοτροπίες, ούτε τις κολάκευε για να τις εκμεταλλευτεί κομματικά. Η Πολιτική ήταν διαδικασία παιδαγωγική. Στόχος της ήταν να μετασχηματίζει τα ατομικά και συντεχνιακά συμφέροντα, να τα αναβαθμίζει και να τα συνθέτει στο γενικό και το δημόσιο. Πρέσβευε με άλλα λόγια, μια διαδικασία βαθύτερης πολιτικοποίησης κατά την οποία η διακυβέρνηση δεν είναι το άθροισμα των πολυάριθμων επιμέρους ρυθμίσεων και συναλλαγών, αλλά η ενστάλαξη του Δημόσιου και της Αλληλεγγύης στη στιγμή της γέννας, στην αφετηριακή δηλαδή στιγμή κατά την οποία τα άτομα και οι ομάδες διαμορφώνουν την αντίληψή τους για το ποιο είναι το ατομικό και συντεχνιακό τους συμφέρον.
Η παιδαγωγική λειτουργία της Πολιτικής άρχιζε από την ίδια τη γλώσσα. Οχι από τη ρητορεία ή την καλλιέπεια, αλλά από το ήθος που η ενότητα ομιλητή - λόγου κοινωνεί. Η ξύλινη γλώσσα είναι εξ αρχής παράγοντας συντήρησης, απολίθωσης ή διαφθοράς των κοινωνικών σχέσεων. Ο πλούσιος και καλλιεργημένος λόγος του Λεωνίδα Κύρκου αναβάθμιζε το ακροατήριό του, παράγοντας ήθος.
Αυτή η αντίληψη πολιτικής μειοψήφησε και περιθωριοποιήθηκε με αυξανόμενο ρυθμό από τη λαϊκιστική - δημαγωγική πρακτική κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Ολες οι σύγχρονες δημοκρατίες δοκιμάζονται από τη μικροπολιτική, τη δημαγωγία και τον πολιτικό κυνισμό, ιδίως μετά την έλευση της τηλεόρασης, αλλά οι δόσεις διαφέρουν. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης η δόση μάς έπεσε μεγάλη. Επικράτησε έτσι μια «διπλή γλώσσα» στην οποία προσαρμόστηκαν αμοιβαία οι πολιτικοί και η κοινωνία. Με κοινή συναίνεση, οι λέξεις και τα λόγια άλλαξαν βαθμιαία σημασία. Το δημαγωγικό - λαϊκιστικό ύφος παγιώθηκε σε μια γενικευμένη πολιτικοσυντεχνιακή παντομίμα προκατασκευασμένου και προκαθορισμένου δημόσιου λόγου. Εγινε το «εποικοδόμημα» ενός «συστήματος» εγγενώς ελλειμματικού και υπερχρεωμένου που είχε σαν μόνο φρένο την ικανότητα και την υπευθυνότητα της κεντρικής πρωθυπουργικής εξουσίας. Οταν αυτή έλειψε η χώρα πήρε τον δρόμο της χρεοκοπίας.
Σε αυτό το σκηνικό, ο Λεωνίδας Κύρκος αποτελεί πολύτιμη ανάμνηση μιας άλλης αντίληψης και ηθικής για την Πολιτική. Ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος, αλλά δυστυχώς τα ανάλογα παραδείγματα γίνονται όλο και πιο δυσεύρετα. Ιδίως σε ομαλές περιόδους οπότε η πολιτική γίνεται ρουτίνα. Σε περιόδους όμως μεγάλων κινδύνων και απότομων στροφών της Ιστορίας, όπως αυτή που περνάμε σήμερα, ξεπηδά και πάλι η ανάγκη της Πολιτικής όπως την υπηρέτησε ο Κύρκος. Δεν είναι τυχαίο ότι η αγωνία για ικανές και εμπνευσμένες ηγεσίες διατρέχει τον κόσμο, την Ευρώπη, την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα είναι άλλος τρόπος για να πούμε ότι αισθανόμαστε παγιδευμένοι και απειλούμενοι από τη μικροπολιτική. Και ότι αισθανόμαστε την ανάγκη μιας ριζικής στροφής ώστε να ανασυντάξουμε τους θεσμούς, τα συμφέροντα και τις νοοτροπίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου