Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» με τίτλο «Τι να κάνουμε; Ελλάδα 2011: Διλήμματα και Προοπτικές» (Τρίτη 7 Ιουνίου 2011)
Ευχαριστώ και εγώ τους εκλεκτούς προσκεκλημένους μας για τις πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες τους, καθώς και τους υπεύθυνους του Κέντρου «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» που με προσκάλεσαν να τις σχολιάσω.
Πολλά ζητήματα, λίγος χρόνος - μπαίνω κατ' ευθείαν στο θέμα.
Ο Γιάννης Βαρουφάκης επέλεξε, όπως είπε συνειδητά, να μην μιλήσει για το θέμα της σημερινής συνάντησης (το οποίο σας θυμίζω ότι είναι «τι να κάνουμε»). Ας μου επιτρέψει να τον ενθαρρύνω να το κάνει τουλάχιστον στην δευτερομιλία του. Για αυτό θα σχολιάσω όσα έχει γράψει σε δεκάδες άρθρα μεγάλης απήχησης – μόλις προχθές στο protagon.gr.
Όσον αφορά το «τι να κάνουμε», η πρόταση Βαρουφάκη περιληπτικά είναι να απειλήσουμε τους Ευρωπαίους με στάση πληρωμών, έτσι ώστε να τους αναγκάσουμε να αναλάβουν μεγάλο τμήμα του Ελληνικού χρέους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόταση έχει αρετές. Είναι «λυτρωτική», αφού καθιστά εντελώς περιττή όλη αυτή την καταθλιπτική συζήτηση για το πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα – δηλ. πώς θα μάθουμε να ζούμε χωρίς σπατάλες, χωρίς διαφθορά, χωρίς επιχειρηματικότητα της αρπαχτής, χωρίς συντεχνίες, χωρίς πελατειακό κράτος της συμφοράς. Μοιάζει σαν εμείς οι Έλληνες να μην χρειάζεται να κάνουμε παρά μόνο ένα πράγμα για να σωθούμε: να βρούμε έναν πρωθυπουργό πιο κιμπάρη και πιο τζογαδόρο από τον σημερινό - κάποιον π.χ. σαν τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού.
Έχω λοιπόν την εξής απορία: Εάν κάνουμε ό,τι προτείνει ο Βαρουφάκης, δεν θα ήταν σαν να ζητούσαμε από τους Ευρωπαίους μια λευκή επιταγή; Και εάν την υπέγραφαν, δεν θα ήταν σαν να έκλειναν το μάτι σε κάθε άλλη χώρα να πέσει και αυτή έξω (έτσι κι αλλοιώς πληρώνουν οι Γερμανοί). Γιατί λοιπόν να την υπογράψουν; Μήπως επειδή, εάν τολμήσουν να αρνηθούν, θα τους παρασύρουμε στην καταστροφή, ανακράζοντας ομαδικώς «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων»;
Μήπως τέτοιου είδους προτάσεις αναβιώνουν απλώς το στερεότυπο του Έλληνα ως μοχθηρού Βαλκάνιου και ως πονηρού Ανατολίτη; Μήπως για αυτό πείθουν περισσότερο όσους αναγνωρίζονται σε αυτό το στερεότυπο;
Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου θεωρεί το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ευκαιρία εκσυγχρονισμού. Για να μην την σπαταλήσουμε, θα πρέπει οπωσδήποτε να αναδιοργανώσουμε την κρατική μηχανή (αυτή την «ανελέητη μηχανή παραγωγής δαπανών με ελάχιστο κοινωνικό αντίκρισμα για ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού»). Πρόκειται για μια προϋπόθεση περίπου «προ-πολιτική», αφού η μηχανή έχει πάψει να είναι λειτουργική, τόσο για τα συμφέροντα της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Η αναδιοργάνωσή της «από τα θεμέλια» δεν θα σημάνει ασφαλώς το τέλος της πολιτικής: μια καλύτερη αριστερά θα συνεχίσει να συγκρούεται με μια καλύτερη δεξιά - αλλά με τρόπο πολύ πιο προωθητικό για το δημόσιο συμφέρον, όπως το ορίζει η κάθε μια.
Παραδέχομαι ότι η ανάλυση αυτή μου είναι συμπαθής. Η ανησυχία μου – και, φαντάζομαι, η ένσταση πολλών ακροατών – είναι η εξής. Πόσο πολιτικά ουδέτερη θα είναι η φιλελεύθερη αναδιοργάνωση του κράτους (και ολόκληρης της οικονομίας) που μας προτείνουν οι δανειστές μας; Και έστω ότι είναι απαραίτητη ή αναπόφευκτη: Μήπως η νέα Ελλάδα που θα αναδυθεί από τις στάχτες της παλαιάς θα έχει στο γενετικό της κώδικα την οριστική ήττα των αξιών της αριστεράς; Και όχι μόνο του αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας (της κακής αριστεράς), αλλά επίσης της ισότητας και της δικαιοσύνης (της καλής αριστεράς);
Μπορούν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς και της δημοκρατικής αριστεράς να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη – και πώς; Πώς μπορούν να εγγυηθούν ότι στη νέα Ελλάδα οι μισθοί θα είναι υψηλότεροι, η απασχόληση περισσότερη και καλύτερη, ότι τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων θα γίνονται σεβαστά περισσότερο από ό,τι σήμερα; Και αν δεν μπορούμε να τα εγγυηθούμε όλα αυτά, τι απαντάμε σε όσους μας λένε ότι είναι προτιμότερο να μείνουμε σε αυτά που ξέρουμε;
Ο Αρίστος Δοξιάδης προτείνει τη μετακίνηση 500 χιλιάδων εργαζομένων («10% με 15% του εργατικού δυναμικού») από ενδοστρεφείς, μη εμπορεύσιμους κλάδους (βασικά δημόσιες υπηρεσίες) προς εξωστρεφείς δραστηριότητες του εξαγωγικού τομέα. Δεν αμφισβητώ ότι κάτι τέτοιο είναι πράγματι αναγκαίο, εάν θέλουμε να αποφύγουμε μια σταδιακή ή απότομη καθίζηση του βιοτικού μας επιπέδου. Εάν αμφιβάλλω για κάτι, είναι τα εξής δύο πράγματα.
Πρώτον, πόσο συμβατός με την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή θα ήταν ένας τόσο ριζικός αναπρογραμματισμός ανθρώπων στο σχετικά μικρό χρονικό διάστημα που απαιτείται; Μήπως μιλάμε για κάτι σαν την κολλεκτιβοποίηση των κουλάκων στην ΕΣΣΔ του 1930, τηρουμένων των αναλογιών; Μήπως η προτεινόμενη στροφή απειλήσει την ομαλότητα, εάν επιχειρηθεί βιαστικά – ενώ, εάν επιτευχθεί «οργανικά» και αβίαστα, απλώς αργήσει να φέρει καρπούς;
Δεύτερον, όπως έχει γράψει πολύ ωραία ο Αρίστος Δοξιάδης: «Αυτές οι νέες εξωστρεφείς μικροεπιχειρήσεις [...] θα είναι αυτοσχέδιες, και θα φαίνονται πρόχειρες, μυστήριες, βαλκανικές [...] Ας μην τις υποτιμάμε οι υπόλοιποι. Γιατί αυτές θα μας ξελασπώσουν.»
Σύμφωνοι: δεν τις υποτιμάμε. Μήπως όμως αυτές οι «νέες εξωστρεφείς μικροεπιχειρήσεις» θα είναι βιώσιμες μόνο στο βαθμό που παραβιάζουν την εργατική, ασφαλιστική, πολεοδομική, περιβαλλοντική κτλ. νομοθεσία; Μήπως δηλ. απλώς θα αναπαράγουν το σημερινό (θα έλεγα: χρεωκοπημένο) παραγωγικό μοντέλο «φτηνής ανάπτυξης», στο οποίο μας έμαθε να δυσπιστούμε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης;
Η απορία μου αυτή με φέρνει στο τελευταίο σχόλιό μου. Η άρνηση του Γιώργου Σταθάκη να θίξει τη σπατάλη και τη χαμηλή αποδοτικότητα της δημόσιας δαπάνης (η οποία όντως αθροιστικά δεν είναι υπερβολικά υψηλή) δεν μπορεί να με βρει σύμφωνο. Αντίθετα, συμμερίζομαι απολύτως την επιμονή του στην ανάγκη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής – η οποία του θυμίζω ότι αποτελεί μόνιμη επωδό και της τρόικας.
Η ένστασή μου είναι ότι η ανάλυσή του υπερτονίζει το «ταξικό» στοιχείο. Η φοροδιαφυγή των ευκατάστατων στρωμάτων είναι πράγματι εκτεταμένη, και μου είναι απολύτως απεχθής. Όμως, είναι διάχυτη και μεταξύ λιγότερο εύπορων στρωμάτων: αγρότες, καταστηματάρχες, μικροϊδιοκτήτες, μικροεπαγγελματίες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι κτλ. Δεν είναι επίσης καθόλου άγνωστη ούτε στους μισθωτούς: ο υπάλληλος της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ που κάνει ελεύθερο επάγγελμα το απόγευμα δεν κόβει ασφαλώς αποδείξεις, ούτε ο καθηγητής που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα – για να μην αναφερθώ στον υπάλληλο της Πολεοδομίας ή της Εφορίας που χρηματίζεται.
Επί πλέον, η φοροδιαφυγή δεν στρεβλώνει απλώς την αναδιανεμητική λειτουργία του φορολογικού συστήματος, και κατ' επέκταση τη διανομή του εισοδήματος. Στρεβλώνει επίσης την κατανομή των πόρων, επιδοτώντας οικονομικές δραστηριότητες αντιπαραγωγικές αλλά ελκυστικές, επειδή υπόσχονται φορολογική ασυλία. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό μας φέρνει στο σημείο εκκίνησης: στο χρεωκοπημένο μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης».
Δεν εννοώ βέβαια ότι πρέπει να ξεχάσουμε την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ακριβώς το αντίθετο εννοώ: ότι θα πρέπει να την κάνουμε «σημαία» μας. Έχοντας όμως πλήρη συναίσθηση ότι ο αγώνας κατά της φοροδιαφυγής είναι αγώνας κατά της «φτηνής ανάπτυξης» - και για αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μακρύς και δύσκολος.
Αναρτήθηκε από Μάνος Ματσαγγάνης στις 12:46 π.μ.
Ετικέτες «Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού Μιχάλης Παπαγιαννάκης», αριστερά, οικονομία
Σάββατο, 4 Ιουνίου 2011
Η κρίση χωρίς ψευδαισθήσεις
Γράφτηκε από κοινού με τον Σταύρο Λιβαδά και τον Γιώργο Προκοπάκη. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Σάββατο 4 Ιουνίου 2011).
Κρίση και παθογένειες
Η χώρα περνά μια από τις χειρότερες κρίσεις της ιστορίας της. Για αυτή την κατάσταση ευθύνονται πολλοί, κυρίως όμως όσοι κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο τις τελευταίες δεκαετίες. Ευθύνες έχουν και όσοι συνέβαλαν με τη στάση τους στην επικράτηση του σημερινού μοντέλου πολιτικής. Ενός μοντέλου βασισμένου στις πελατειακές σχέσεις, στη διαφθορά, στην ιδιοποίηση δημόσιου πλούτου, στην αδιαφανή διαχείριση των δημοσίων πόρων, της δημόσιας διοίκησης, των κοινωνικών υπηρεσιών, του περιβάλλοντος.
Αναμφίβολα η κρίση της οικονομίας επιβαρύνεται από την παγκόσμια χρηματοοικονομική αστάθεια. Κυρίως όμως είναι επακόλουθο της εγχώριας πολιτικής κρίσης. Πίσω από κάθε πτυχή της ελληνικής οικονομικής κρίσης κρύβεται κάποια από τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος:
Η εμπέδωση της αντίληψης ότι η κερδοφορία μιας επιχείρησης εξαρτάται από τις κατάλληλες διασυνδέσεις, και όχι την ανταγωνιστικότητά της.
Η συστηματική παραβίαση της εργατικής, ασφαλιστικής, φορολογικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Η ανάδειξη του κράτους σε «μεγαλοεργοδότη», με κύριο μέλημα την «εξόφληση» κάθε μορφής και είδους «πελατειακών» οφειλών.
Η εύνοια προς μια κρατικοδίαιτη μεγάλη επιχειρηματικότητα, εις βάρος τόσο της υγιούς ανταγωνιστικότητας, όσο και του κοινωνικού συμφέροντος.
Η δημιουργία ενός συμπαγούς δικτύου σχέσεων, βασισμένου στη συναλλαγή, τη διαπλοκή και τη διαφθορά, ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό, την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και τον ιδιοτελή συνδικαλισμό.
Η ανεύθυνη συσσώρευση ελλειμμάτων, που η μια κυβέρνηση κληροδοτούσε στην άλλη και όλες μαζί στις νεώτερες γενιές.
Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις
Όποια και αν είναι η κατάληξη της σημερινής κρίσης, η χώρα θα βρεθεί υποχρεωτικά με πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό και με μειωμένο δημόσιο χρέος. Το πραγματικό δίλημμα είναι εάν στην επόμενη μέρα θα οδηγηθούμε με τρόπο βίαιο και καταστροφικό, ή εάν θα προχωρήσουμε συντεταγμένα.
Για την έξοδο από την κρίση δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Κάποιου είδους διακανονισμός του δημόσιου χρέους με τους πιστωτές μας, ιδιώτες και μηχανισμούς στήριξης, φαίνεται αναπόφευκτος. Θετική προοπτική για την Ελλάδα μπορεί να υπάρξει μόνον εάν προχωρήσουμε στο διακανονισμό με τα ελλείμματα υπό έλεγχο.
Σε κάθε περίπτωση, μόνος ο λογιστικός διακανονισμός του χρέους δεν λύνει το πρόβλημα. Το «κούρεμα» των πιστωτών, παρά τη λογιστική μείωση του χρέους, μετατρέπει τις διευκολύνσεις της ΕΚΤ και τις εγγυήσεις του δημοσίου σε χρέος. Επί πλέον, κάνει απαγορευτική για μεγάλο χρονικό διάστημα την προσπέλαση στις αγορές και τη διαχείριση των δημοσιονομικών, στο πλαίσιο ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής. Οι ήπιες λύσεις, με τη συναίνεση των πιστωτών, είναι ευπρόσδεκτες. Όμως, μικρή μόνο βελτίωση μπορούν να επιφέρουν.
Υποχρεωτικά, η έξοδος από την κρίση περνάει μέσα από την δημοσιονομική εξυγίανση, και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με κάθε πρόσφορο τρόπο.
Μεταρρύθμιση τώρα
Η ραγδαία και ριζική αλλαγή του πλαισίου άσκησης των δραστηριοτήτων του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας είναι σήμερα πιο επείγουσα παρά ποτέ. Αφενός για την άμεση δρομολόγηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, με ελαχιστοποίηση των κραδασμών για την κοινωνία και τη διατήρηση των ωφελημάτων μετά την κρίση προσφέροντας επαρκές πλεόνασμα για την υποστήριξη της ανάπτυξης. Αφετέρου για την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων που ασφυκτιούν, κάτω από το βάρος του πελατειακού κράτους.
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι προσανατολισμένες προς την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, ώστε το κράτος να είναι λιγότερο εργοδότης και διαχειριστής του πλούτου και περισσότερο εγγυητής της νομιμότητας και της ισονομίας, καταλύτης της ανάπτυξης, ρυθμιστής της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης.
Είναι απαραίτητη η διάλυση όλων των ειδών πελατειακών σχέσεων, η πάταξη της διαπλοκής και της διαφθοράς. Δεν μπορεί να αφορούν μόνον την οικονομία: πρέπει να καλύπτουν τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική προστασία, τη δικαιοσύνη, την πλήρη εξυγίανση της πολιτικής ζωής. Με κύριους στόχους ένα υγιέστερο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, ένα μικρότερο αλλά αποδοτικότερο κράτος, την ενίσχυση του κύρους των πολιτικών θεσμών, την αποκατάσταση του κράτους δικαίου, καθώς και ένα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο σύστημα φορολογίας και κοινωνικής προστασίας. Είναι ο μόνος δρόμος για την επαναπροσέγγιση και σύμπλευση με τα κράτη και τους λαούς της Ευρώπης, έξω από το πλαίσιο της οποίας δεν υπάρχει καμιά προοπτική για τη χώρα.
Είναι βέβαιο ότι όσοι κέρδισαν, όσοι βολεύτηκαν και όσοι απλώς συμβιβάστηκαν με όσα μας έφεραν στη σημερινή κρίση θα αντισταθούν στις μεταρρυθμίσεις μέχρι τέλους.Το κάνουν ήδη, καθώς η χώρα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη κατάσταση ακυβερνησίας.
Ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την κυβέρνηση με τη μήτρα του παλαιοπασοκικού λαϊκισμού δεν αποκόπηκε ποτέ. Ήδη μετατρέπεται σε βρόχο, που κινδυνεύει να την πνίξει – μαζί και την κοινωνία. Σε παρόμοια θηλειά έχει εμπλακεί και το πολιτικό σύστημα της χώρας, παιδί του ίδιου πελατειακού κράτους, από το οποίο έχει μάθει να ζεί και από το οποίο δεν επιθυμεί να αποκοπεί. Η κοινωνία, κατακερματισμένη και αυτονομημένη, βρίσκεται σε κατάσταση αμηχανίας. Το πελατειακό σύστημα που μέχρι χθες παρήγαγε κοινωνική συναίνεση, αδυνατεί πλέον να εγγυηθεί κοινωνική συνοχή. Το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον, η μαζική διάψευση των ελπίδων, όσων πίστεψαν αλλά δεν έφταιγαν, παράγει αποστροφή, οργή, αγανάκτηση. Αντιδράσεις δικαιολογημένες, αλλά αδιέξοδες.
Η εποχή της πλαστής ευδαιμονίας παρήλθε ανεπιστρεπτί. Μας μένει να διαχειριστούμε τις οδυνηρές συνέπειες της. Μπροστά μας δεν υπάρχει άλλη οδός, παρά αυτή των μεταρρυθμίσεων. Είναι καιρός να ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση όλες οι ζωντανές δυνάμεις της χώρας: όσοι αντιλάμβάνονται πως η ατομική πρόοδος ταυτίζεται με το συλλογικό αγώνα για το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Αναρτήθηκε από Μάνος Ματσαγγάνης στις 1:18 π.μ.
Ετικέτες «ΤΑ ΝΕΑ», αριστερά, οικονομία
Δευτέρα, 16 Μαΐου 2011
Το έλλειμμα και το χρέος της δημοκρατικής αριστεράς
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 26 Μαΐου 2011). Η γελοιογραφία του Kipper Williams δημοσιεύτηκε στην Βρετανική εφημερίδα «The Guardian» (Τρίτη 4 Μαΐου 2010)
Βρισκόμαστε σε διαδικασία μετάβασης: από μια εποχή πλαστής ευδαιμονίας με δανεικά σε μια νέα εποχή κατά την οποία θα πρέπει είτε να καταναλώνουμε λιγότερο είτε να παράγουμε περισσότερο (είτε κάποιον συνδυασμό των δύο).
Αυτό ισχύει είτε μείνουμε στο ευρώ (οπότε θα περάσουμε στην επόμενη φάση με συντεταγμένο τρόπο) είτε βγούμε από το ευρώ (οπότε αυτό θα γίνει με χαοτικό τρόπο).
Η νέα εποχή θέτει επί τάπητος μια σειρά θεμάτων (μια νέα agenda) που προκαλεί αμηχανία στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Αντίθετα, πάνω στην agenda αυτή έχει πολλά να πει η δημοκρατική αριστερά: από τη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη έως τους αρκετούς δημοκράτες αριστερούς πολίτες που βρίσκονται σήμερα διάσπαρτοι σε διάφορα άλλα κόμματα - ή σε κανένα.
«Καταναλώνουμε λιγότερο» σημαίνει λιτότητα – αλλά πώς θα είναι αυτή; δίκαιη ή άδικη;
«Παράγουμε περισσότερο» - αλλά πώς: μέσω μιας νέας παραγωγικής συμφωνίας που θα προστατεύει τους μισθούς, τις θέσεις εργασίας και το περιβάλλον; ή με περαιτέρω επιδείνωση του συσχετισμού ισχύος σε βάρος των εργαζομένων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα;
Το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα δεν θέλει να συζητά για αυτά. Είναι απασχολημένο με το να πασχίζει να περισώσει όσες περισσότερες μπορεί από τις «σταθερές» της προηγούμενες εποχής: ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές.
Με δυο λόγια, το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα πασχίζει να περισώσει το «νόμισμα» της αναπαραγωγής του την εποχή της πλαστής ευδαιμονίας: τις πάσης φύσεως προσόδους προς όσους διέθεταν (και διαθέτουν ακόμη) προσβάσεις σε αυτό.
Για αυτό, οι περισσότεροι πολιτικοί (αλλά και άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης) προτιμούν να συζητούν για πράγματα που δεν είναι στο χέρι τους. Όλοι έχουν κάτι να πουν για την περιβόητη αναδιάρθρωση του χρέους (ιδίως εκείνοι που καλά θα έκαναν να σιωπούν). Όμως αυτή - εάν ή όταν γίνει - θα είναι με τους όρους των δανειστών μας.
Η Ελλάδα έχει ένα και μόνο ένα «διαπραγματευτικό χαρτί», και αυτό είναι η μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό είναι στο χέρι μας, αλλά βέβαια οι περισσότεροι από όσους θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για αυτό προτιμούν να μιλάνε για άλλα αντ’ άλλων: για το «επαχθές» χρέος, για το Μνημόνιο που «δεν βγαίνει» κ.ά.
Με αυτά και με αυτά, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι «δεν θα τα καταφέρουμε», αυξάνεται η πιθανότητα να μην πάρουμε κάποια επόμενη δόση του δανείου, πληθαίνουν οι αστοχίες και οι ανεπάρκειες των κυβερνητικών χειρισμών, οι (λίγοι) υπουργοί που προσπαθούν δείχνουν φανερά σημεία κόπωσης, ενώ η αντιπολίτευση βυθίζεται και αυτή στην αφασία, στη σύγχυση και στην έξαρση του λαϊκισμού.
Μέσα στη γενική κακοφωνία, είναι καιρός να δοθεί ο λόγος σε αυτούς που έχουν κάτι να πουν: στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, στην πολιτική και στην κοινωνία.
Η δημοκρατική αριστερά πρέπει και αυτή να συμβάλει στη σωτηρία και στην ανόρθωση της χώρας. Αρκεί να το πάρει απόφαση ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι το κόλπο που θα μας επιτρέψει να βγούμε από τη δυσκολία χωρίς κόπο. Ότι τέτοια κόλπα απλώς δεν υφίστανται.
Η πολυπόθητη «διεθνοποίηση» (δηλ. ο εξευρωπαϊσμός) του «ελληνικού ζητήματος» συμβαίνει ήδη: ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι πριν λίγο η Ευρώπη επέμενε στη «ρήτρα μη διάσωσης», την οποία άλλωστε είχε μόλις θεσμοθετήσει. Ο «αριστερός ευρωπαϊσμός» είναι μια καλή ιδέα, αλλά δεν μπορεί να μεταφράζεται στο «να πληρώσουν οι άλλοι τα δικά μας σπασμένα». Ο μεγαλύτερος οικονομικός συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. είναι επίσης καλή ιδέα – αλλά θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η θεσμοθέτησή του θα συνεπάγεται ακόμη αυστηρότερη επιτήρηση των δημοσίων οικονομικών της χώρας μας.
Ό,τι και αν συμβεί με την αναδιάρθρωση του χρέους, μας περιμένουν πολλά χρόνια (ίσως 20+) σκληρότερης λιτότητας ή και σκληρότερης δουλειάς: όσο σκληρότερης δουλειάς τόσο λιγότερο σκληρής λιτότητας – και φυσικά αντιστρόφως.
Για αυτό, η δημοκρατική αριστερά θα πρέπει να εγκαταλείψει τις τελευταίες αγκυλώσεις της. Κάθε νοικοκυριό που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, όταν φτάσει με την πλάτη στον τοίχο θα πουλήσει και τα ασημικά του, όσο καλύτερα μπορεί. Ας αφήσουμε τα εύκολα «όχι». Το δίλημμα «αξιοποίηση ή εκποίηση της δημόσιας περιουσίας» δεν έχει νόημα. Τα μόνα άξια λόγου ερωτήματα είναι ποια, πόσο, πότε. Όμως αυτά είναι τεχνικά ζητήματα, για τα οποία υπάρχουν ειδικοί. Δουλειά των πολιτικών είναι να ξεκαθαρίσουν το τοπίο από τις αγκυλώσεις.
Θα πρέπει να εργαζόμαστε από σήμερα για την ανόρθωση της οικονομίας μας, αλλά αυτή - ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση - δεν πρόκειται να έρθει από τη μια μέρα στην άλλη. Εν τω μεταξύ, η κρίση δοκιμάζει τη συνοχή της κοινωνίας μας. Οι δυνάμεις της δημοκρατικής αριστεράς θα πρέπει να αναλάβουν μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία για τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και για την ενδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας. Για την υπεράσπιση των εργαζομένων που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με έναν χαμηλό μισθό που μειώνεται, και με το φόβο της ανεργίας. Για την ενίσχυση όσων τους εκπροσωπούν (που δεν είναι η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ).
Σήμερα η Αθήνα και οι άλλες πόλεις βυθίζονται σε έναν αυτοκαταστροφικό κύκλο βίας και μισαλλοδοξίας. Είναι καιρός η δημοκρατική αριστερά και όλες οι δημιουργικές δυνάμεις της χώρας να στείλουν ένα καθαρό μήνυμα. Οι άνθρωποι - έστω και δύσκολα - μπορούν να ζουν και με λιγότερα χρήματα, αρκεί να έχουν περισσότερη αλληλεγγύη. Αυτό που δηλητηριάζει τη ζωή τους είναι η ανασφάλεια και ο φόβος για τη βία, κοινωνική ή «πολιτική».
Αναρτήθηκε από Μάνος Ματσαγγάνης στις 7:00 π.μ.
Απροϋπόθετο πανεπιστήμιο στη Ρούμελη με έδρα τη Λαμία;
Διαβάζω πάντοτε με πολύ ενδιαφέρον τα άρθρα του Δημήτρη Παπανικολάου. Η χωρίς περιστροφές επιχειρηματολογία και το ευθύ, ενίοτε πολεμικό ύφος του μου φαίνονται απολαυστικά – και απείρως προτιμότερα τόσο από τον δήθεν καθωσπρεπισμό, όσο και από τα υπονοούμενα για μυημένους, που συνήθως χαρακτηρίζουν την «πάλη των ιδεών» εν Ελλάδι.
Με το ίδιο ενδιαφέρον, αλλά πιο ανάμικτα αισθήματα, διάβασα το πρόσφατο άρθρο του «Καλά κέρδη: μια ιστορία από τον κόσμο της 'πανεπιστημιακής αυτοτέλειας'» (The Books’ Journal, Απρίλιος 2011). Η υπόθεση της χορηγίας Καντάφι στη London School of Economics, και των αντισταθμιστικών οφελών που αυτή φαίνεται να εξασφάλισε στο λιβυκό καθεστώς, είναι πράγματι διδακτική: δείχνει τους κινδύνους που απειλούν ένα πανεπιστήμιο που αναγκάζεται να αναζητά πόρους για την επιβίωση (ή επέκταση) του.
Όμως ο Δημήτρης Παπανικολάου φαίνεται να πιστεύει ότι το πραγματικό δίδαγμα της υπόθεσης Καντάφι-LSE για τον Έλληνα αναγνώστη είναι άλλο. Επειδή το «αγγλοσαξονικό μοντέλο ακολουθεί το πρότυπο που κάποιοι θέλουν να επιβάλουν και στην Ελλάδα», κάπου στα μισά του άρθρου ο αρθρογράφος αλλάζει στόχο: αφού πρώτα κατακεραυνώσει τον «νεο-εκσυγχρονιστικό λόγο», στη συνέχεια συνηγορεί υπέρ του «απροϋπόθετου πανεπιστημίου», και καταλήγει διαχωρίζοντας τη θέση του από την «προδιαγεγραμμένη πορεία» προς το «αυτόνομο πανεπιστήμιο» (εννοεί αυτό που άλλοι ονομάζουν «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο»), ευχόμενος στους υπόλοιπους «καλά και αυτόνομα κέρδη».
Ελπίζω ότι δεν αδικώ το άρθρο συνοψίζοντας το νοητικό σχήμα του ως εξής: «Ο κόσμος εκεί έξω είναι νεοφιλελεύθερος, δηλαδή σκληρός και επικίνδυνος. Για αυτό, όποια και να είναι η κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημίου, αφήστε κατά μέρος τις ανοησίες περί μεταρρύθμισης. Δεν βλέπετε πού μπορεί να οδηγήσει; Καλύτερα απροϋπόθετο πανεπιστήμιο στη Ρούμελη με έδρα τη Λαμία, παρά LSE με χορηγία Καντάφι».
Προφανώς ο Δημήτρης Παπανικολάου θεωρεί αδιανόητο να ανησυχεί κανείς για τις ακραίες συνέπειες της πανεπιστημιακής επιχειρηματικότητας, και ταυτόχρονα να αναζητά μια διέξοδο από το σημερινό τέλμα του ελληνικού πανεπιστημίου.
Πιστεύω ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Κατά τη γνώμη μου, το μοναδικό άξιο λόγου ζήτημα για τα πανεπιστήμια (σήμερα, στην Ελλάδα) είναι το πώς: (α) θα ξεφύγουμε από την απερίγραπτη παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου, (β) μαθαίνοντας από την εμπειρία άλλων χωρών (και φυσικά αποφεύγοντας τα λάθη τους), (γ) σε συνθήκες μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής στενότητας – και (δ) με την εκπαιδευτική πολιτική στον ασφυκτικό έλεγχο ενός ανθρώπου (του υφυπουργού κ. Πανάρετου) που συμβολίζει με το χειρότερο τρόπο τις τραγικές ανεπάρκειες της κυβέρνησης στην οποία ανήκει.
Παραδέχομαι ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο. Αντίθετα, είναι πολύ ευκολότερο να γράφει κανείς ιερεμιάδες για τα προβλήματα των ευρωπαϊκών ή αμερικανικών πανεπιστημίων. Ή να ξεμπερδεύει με τα αδιέξοδα του ελληνικού πανεπιστημίου, και συνάμα με τα διλήμματα της δημόσιας χρηματοδότησης της μαζικοποιημένης ανώτατης εκπαίδευσης τον καιρό της λιτότητας, με τον περισπούδαστο όρο «απροϋπόθετο πανεπιστήμιο».
Πολύ ευκολότερο – μα επίσης τόσο θλιβερά ανεπαρκές.
10 πράγματα που θα άλλαζα στη χώρα
1. Αναγέννηση του δημόσιου χώρου
Πώς είναι η Ελλάδα που ονειρεύομαι; Με δάση χωρίς καμμένα και χωρίς αυθαίρετα. Εξοχές χωρίς σκουπίδια. Παιδικές χαρές χωρίς βανδαλισμένα παγκάκια και grafitti. Πλατείες χωρίς τραπεζοκαθίσματα. Εστιατόρια και μπαρ με λιγότερο τσιγάρο (είναι θέμα σεβασμού). Γειτονιές με λιγότερο θόρυβο (είναι θέμα σεβασμού). Πεζοδρόμια - και πεζόδρομους - χωρίς παρκαρισμένα και χωρίς μοτοσυκλέτες (είναι θέμα σεβασμού). Πόλεις με λιγότερα αυτοκίνητα, κέντρο της πόλης χωρίς αυτοκίνητα. Κοντινές μετακινήσεις με το μετρό, με το ποδήλατο - και με τα πόδια. Πιο μακρινά ταξίδια με το τραίνο. Επειδή: «Αν χάσουμε το σιδηρόδρομο δεν θα χάσουμε μόνο ένα πολύτιμο περουσιακό στοιχείο, που θα μας κοστίσει πολύ ακριβότερα να αντικαταστήσουμε ή να αποκαταστήσουμε. Θα είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι έχουμε ξεχάσει πώς να ζούμε συλλογικά.» (Tony Judt)
2. Εξυγίανση του κράτους
Οι «δημόσιοι λειτουργοί» που αξίζουν να ονομάζονται έτσι είναι αστυνόμοι που ενδιαφέρονται για τη δίωξη του εγκλήματος και την προστασία των φιλήσυχων πολιτών (δηλ. δεν πουλάνε εκ του ασφαλούς νταηλίκι σε πιτσιρικάδες, δεν συναλλάσσονται με τα κυκλώματα της νύχτας, δεν βαριούνται γενικώς να ασχοληθούν). Υπάλληλοι υπηρεσιών που εξυπηρετούν με ευσυνειδησία. Γιατροί, νοσηλευτές, δάσκαλοι και καθηγητές που κάνουν τη δουλειά τους με εντιμότητα, και όσο καλύτερα μπορούν. Γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι η ανταμοιβή τους δεν θα είναι παρά ένας καλός μισθός, η εκτίμηση των συναδέλφων τους, και η ευγνωμοσύνη όσων πέρασαν από τα χέρια τους. (Κάποιοι από αυτούς υπάρχουν ήδη: τους έχουμε γνωρίσει. Πρέπει επειγόντως να πληθύνουν.) Επίσης: προϊστάμενοι και διευθυντές που με τη στάση τους δίνουν ένα παράδειγμα επαγγελματισμού και ακεραιότητας. Και φυσικά: πολιτικοί που συνδέουν τη φιλοδοξία τους (θεμιτό: αν δεν ήταν φιλόδοξοι θα έκαναν άλλη δουλειά) με το δημόσιο συμφέρον (όπως το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι).
3. Ανασύσταση των δημόσιων αγαθών
Η Ελλάδα (παρά τον βλακώδη αντιαμερικανισμό) είναι η πιο Αμερικανική χώρα της Ευρώπης. Πουθενά αλλού δεν θεωρείται τόσο φυσιολογικό τόσοι πολλοί να τρέχουν σε ιδιώτες γιατρούς, να γεννούν σε ιδιωτικά μαιευτήρια, να στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο, να αθλούνται σε ιδιωτικά γυμναστήρια κτλ. κτλ. Θα πρέπει τα δημόσια αγαθά – το είδος, η ποιότητα και η διαθεσιμότητά τους - να ξαναβρεθούν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Όχι ως πρόσχημα για τα σκανδαλώδη προνόμια των λίγων που ζουν από αυτά. Αλλά ως περιεχόμενο της καθημερινότητας όλων μας, ως πολιτών ενός κράτους που θέλει να λέγεται προηγμένο. Ακόμη και όσοι ανήκουν στις εύπορες μεσαίες τάξεις καλά θα έκαναν να ενδιαφερθούν ξανά για τα δημόσια αγαθά: μπορεί κάποτε να τα χρειαστούν.
4. Αποκατάσταση της φορολογίας
Μέχρι τώρα δεν έχει επινοηθεί κάποιο ικανοποιητικό υποκατάστατο ενός κράτους που λειτουργεί σωστά. Όσο και αν έχουν βαλθεί να μας πείσουν για το αντίθετο οι οπαδοί του ελαχίστου κράτους – με τη βοήθεια των συντεχνιών του Δημοσίου. Δεν εννοώ ότι η φορολογία είναι αναγκαίο κακό. Εννοώ ότι είναι αναγκαίο καλό: βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατίας. Οι πολίτες – εφόσον φυσικά πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους - έχουν δικαίωμα (ή μάλλον υποχρέωση) να απαιτούν δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, διαφάνεια στις δημόσιες δαπάνες, καταπολέμηση της σπατάλης στα δημόσια έργα. Εξ άλλου: «Οι φόροι, σε τελευταία ανάλυση, είναι τα τέλη που πληρώνουμε για να είμαστε μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας.» (Franklin D. Roosevelt)
5. Απαξίωση της φοροδιαφυγής
Χρειαζόμαστε ένα θεσμικό περιβάλλον (δηλ. αξίες και συμπεριφορές, όχι μόνο νόμους) που να απαξιώνει την φοροδιαφυγή. Όχι απλώς να την απαγορεύει και να την τιμωρεί. Θα πρέπει όσοι επιδίδονται σε αυτήν να ντρέπονται να κυττάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, να φοβούνται μήπως το μάθουν τα παιδιά τους και οι φίλοι τους, να τρέμουν την αποδοκιμασία των συναδέλφων τους. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουν ότι εάν συλληφθούν δεν θα μπορούν να υπολογίζουν στη συνενοχή των υπαλλήλων της Εφορίας, ούτε στη μεσολάβηση κάποιου πολιτικού, ούτε στην επιείκεια των δικαστηρίων.
6. Υγιής επιχειρηματικότητα
Η αθλιότητα του δημόσιου τομέα συχνά βρίσκει το ταίρι της σε εκείνη του ιδιωτικού. Υπάρχουν εξαιρέσεις – το γνωρίζω, αλλά δεν αξίζει να αντιδικούμε για το εάν αυτές είναι περισσότερες και λαμπρότερες εδώ ή εκεί. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις καταφέρνουν να είναι βιώσιμες μόνο στο βαθμό που παραβιάζουν κατά συρροήν τη νομοθεσία: φορολογική, περιβαλλοντική, ασφαλιστική, εργατική - και ποιος ξέρει ποια άλλη. Κακά τα ψέμματα: μέχρι πρόσφατα, ο ταχύτερος τρόπος για να βγάλει ένας επιχειρηματίας χρήματα στην Ελλάδα ήταν να αξιοποιήσει κάποια καλή γνωριμία ώστε να εξασφαλίσει κάποια επιδότηση ή κάποιο καλό συμβόλαιο με το Δημόσιο. Η «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής» ως νόρμα. Τώρα που το Δημόσιο δεν διαθέτει πια χρήματα για μοίρασμα, θα χρειαστούμε μιαν άλλου τύπου επιχειρηματικότητα. Και για να την αποκτήσουμε δεν αρκεί η απλοποίηση της νομοθεσίας, ούτε η σταθεροποίηση του φορολογικού περιβάλλοντος, ούτε η εξυγίανση της φορολογικής διοίκησης. Θα πρέπει επίσης να επικρατήσει μια υγιέστερη κουλτούρα μεταξύ των επιχειρηματιών, καθώς και ανάμεσα σε όσους τους δίνουν τον τόνο για το τι είναι νόμιμο, τι ηθικό – και τι σε τελευταία ανάλυση μεσοπρόθεσμα αποδοτικό. Οι δικαιολογίες τελείωσαν, για όλους.
7. Ενιαία αγορά εργασίας
Μια επιτυχής ρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αντιδρούν δυναμικά στις εξωτερικές συνθήκες (π.χ. στον όγκο των παραγγελιών για τα προϊόντα που παράγουν) όταν αυτές μεταβάλλονται. Θα πρέπει όμως επίσης να επιτρέπει στους εργαζόμενους να ζουν κανονικές και αξιοπρεπείς ζωές. Η ευελιξία και η ασφάλεια είναι τα κύρια συστατικά όλων των αγορών εργασίας. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι στο ένα κομμάτι της αγοράς εργασίας (σε Δημόσιο και ΔΕΚΟ) είναι συγκεντρωμένη όλη η ασφάλεια χωρίς καθόλου ευελιξία – ενώ στο άλλο (στις μυριάδες επιχειρήσεις όπου εργάζεται η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών) είναι συγκεντρωμένη όλη η ευελιξία χωρίς καθόλου ασφάλεια. Για να γίνει η αγορά εργασίας ενιαία και χωρίς στεγανά, θα πρέπει να την ξαναρυθμίσουμε. Χρειαζόμαστε περισσότερη ευελιξία, εκεί όπου σήμερα δεν υπάρχει. Και κυρίως, χρειαζόμαστε περισσότερη ασφάλεια (νομική, κοινωνική, συνδικαλιστική), εκεί όπου αυτή απουσιάζει. Αυτό δεν γίνεται μόνο με νόμους: χρειάζεται να αλλάξει η ατζέντα της πολιτικής απασχόλησης του κράτους, των εργοδοτικών οργανώσεων, των συνδικάτων.
8. Συνδικάτα «νέου τύπου»
Τα τελευταία χρόνια τα συνδικάτα μας αντιστάθηκαν πεισματικά σε κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση. Υπερασπίστηκαν τα πιο σκανδαλώδη προνόμια. Αδιαφόρησαν για το δημόσιο συμφέρον. Με δυο λόγια, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να χρεωκοπήσουμε. Ό,τι και αν συμβεί από εδώ και στο εξής, για αυτή τους την αφροσύνη είναι καταδικασμένα να πληρώσουν βαρύ τίμημα. Η ιδέα του συνδικαλισμού έχει πλέον απαξιωθεί: μεταξύ των απλών πολιτών, και ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζόμενους. Οι οποίοι δεν αισθάνονται ότι τους αφορά η λυσσαλέα μάχη για να μην περικοπεί το επίδομα έγκαιρης προσέλευσης, ο 18ος μισθός στα ΕΛΠΕ, η σύνταξη στα 48 στη ΔΕΗ. Και όμως: για μια πολιτισμένη χώρα η υπεράσπιση των εργαζομένων από την εργοδοτική αυθαιρεσία εξακολουθεί να είναι ζωτικό θέμα - υπερβολικά ζωτικό για να το αφήσουμε σε αυτά τα συνδικάτα. Πώς βγαίνουμε από ένα τέτοιο αδιέξοδο; Δύσκολα. Εκτός εάν τα ίδια τα συνδικάτα αποφασίσουν να αλλάξουν. Εκτός εάν ενδιαφερθούν για τα προβλήματα όσων δουλεύουν με μπλοκάκι, όσων πληρώνονται κάτω από τον κατώτατο μισθό, όσων υπογράφουν για 4 ώρες αλλά δουλεύουν 8. Με άλλα λόγια: εκτός εάν τα συνδικάτα μας αποφασίσουν να ενδιαφερθούν για όλους εκείνους που τα έχουν περισσότερη ανάγκη. Εάν το κάνουν, θα ωφελήσουν πρώτα από όλα τον ίδιο τους τον εαυτό. Και ταυτόχρονα θα προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες σε όσους από εμάς θέλουν να ζουν σε μια λιγότερο άδικη και λιγότερο άνιση κοινωνία.
9. Ανοιχτή κοινωνία
Είναι λίγο παράξενο να είναι κανείς νέος στην Ελλάδα του σήμερα. Οι σπουδές ενδιαφέρουν κυρίως ως «χαρτί». Τα καλύτερα παιδιά πάνε για μεταπτυχιακά «έξω», και μένουν εκεί. Δουλειές καλές δεν πολυ-υπάρχουν. Οι ουρές στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ατελείωτες. Μέχρι να έλθει η πολυπόθητη «επαγγελματική αποκατάσταση», καφέ και μπαρ γεμάτα: ας είναι καλά ο μπαμπάς και το χαρτζηλίκι του. Το ξέραμε ότι οι νέοι μας μένουν στο πατρικό τους περισσότερο από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν φαίνεται όμως να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι τα τελευταία 20-30 χρόνια το φαινόμενο αυτό αντί να περιορίζεται συνεχώς διογκώνεται. Η Ελλάδα έχει γίνει μια μπλοκαρισμένη κοινωνία. Αυτό - εάν θέλουμε να έχουμε μέλλον ως χώρα - θα πρέπει να αλλάξει. Και φυσικά δεν θα αλλάξει με 60χρονους πολιτικούς που μιμούνται τους 16χρονους, ή τους αποθεώνουν όταν σπάζουν βιτρίνες. Χρειάζεται να σκεφτούμε από την αρχή την οργάνωση της κοινωνίας μας: την παιδεία, την κοινωνική προστασία, την αγορά εργασίας. Όχι για να χαϊδέψουμε τους νέους μας (αυτό το έχουν κάνει ήδη οι μαμάδες τους). Αλλά για να τους δώσουμε ευκαιρίες ώστε να αναλάβουν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για τη δική τους ζωή.
10. Ανανεωμένη πολιτική
Ποτέ έως τώρα δεν ήταν τόσο βαθειά η κρίση της πολιτικής, και τόσο χαμηλό το κύρος των πολιτικών. Εν πολλοίς δικαίως. Εν μέρει όμως αδίκως: σε μια δημοκρατία έχουμε τους πολιτικούς που αξίζουμε – και εμάς μας άξιζαν αυτοί. Σήμερα καταφέρονται εναντίον των πολιτικών ακόμη και όσοι μέχρι χθες πίεζαν για διορισμούς, χαριστικές διατάξεις, νομιμοποίηση αυθαιρέτων, ρυθμίσεις χρεών. Ή όσοι ακόμη και σήμερα, καθημερινά, στις δικές τους δουλειές, κλέβουν την Εφορία, απαιτούν φακελλάκι, πληρώνουν για να αγοράσουν τα θέματα του International Baccalaureate: ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας μας μέχρι ενός. Ότι οι πολιτικοί μας αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων είναι προφανές. Όμως, έξω από αυτό το πολιτικό σύστημα σωτηρία δεν υπάρχει (τουλάχιστον για όσους από εμάς δεν ονειρεύονται εθνοσωτήρες). Κάποιοι πολιτικοί θα αποσυρθούν – και δεν θα τους νοσταλγήσουμε. Κάποιοι άλλοι θα τους διαδεχθούν. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι πιο έντιμοι, με πιο φρέσκιες ιδέες, με μεγαλύτερη όρεξη για δουλειά. Ας φροντίσουμε όλοι για αυτό – στην ανάγκη, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι πολιτικές πρωτοβουλίες ή ακόμη και ευθύνες. Το έχω δοκιμάσει προσωπικά: ακόμη και όταν δεν έχει μεγάλο αποτέλεσμα (συνήθως δεν έχει), είναι πάντοτε ψυχοθεραπευτικό. Σας το συνιστώ.
Η Δημοκρατική Αριστερά και το «απαράδεκτο Μνημόνιο»
Ομιλία στο συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς (31 Μαρτίου - 3 Απριλίου 2011)
1. Η Δημοκρατική Αριστερά είναι παιδί της κρίσης. Δεν ξέρω αν η Ανανεωτική Πτέρυγα θα είχε ούτως ή άλλως αποχωρήσει από τον ΣΥΝ. Αυτό που ξέρω είναι ότι όσοι έσπευσαν να πλαισιώσουν τη ΔΗΜΑΡ, έχοντας μείνει πολλά χρόνια εκτός ενεργού πολιτικής δράσης, δεν θα το είχαν κάνει εάν δεν είχε μεσολαβήσει το σοκ της κρίσης και του Μνημονίου. Θα είχαν μείνει στο σπίτι τους.
2. Ο καταλύτης λοιπόν ήταν το Μνημόνιο. Το «απαράδεκτο Μνημόνιο» όπως λέει ο Φ. Κουβέλης – το οποίο, απαράδεκτο ή όχι, είναι οπωσδήποτε ταπεινωτικό. Είναι η ταπεινωτική επιβεβαίωση της παταγώδους αποτυχίας μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς της Μεταπολίτευσης, στην πολιτική και στην κοινωνία: της ίδιας (ως ανθρώπινου υλικού – με λαμπρές, φυσικά, εξαιρέσεις), και κυρίως των στερεοτύπων της.
3. Αυτά, μερικές φορές, με κάποιο τρόπο, τα λέμε. Μιλάμε π.χ. για κρίση του μεταπολιτευτικού προτύπου κτλ. Καταλαβαίνουμε όμως πού οδηγούν; Συνειδητοποιούμε ότι το πρόγραμμα της μεταπολιτευτικής αριστεράς (όλης: από το ΠΑΣΟΚ μέχρι το Μ-Λ ΚΚΕ) έχει αποτύχει (όλο: αγροτικοί συνεταιρισμοί, δημόσιες επιχειρήσεις, τοπική αυτοδιοίκηση, σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια); Δεν είμαι τόσο σίγουρος.
4. Το Μνημόνιο είναι το μεγάλο ταμπού: δεν μιλάμε για αυτό. Παρότι είναι το υπ’αριθμόν 1 θέμα για το οποίο μιλάνε όλοι οι άλλοι. Οι βουλευτές της ΔΗΜΑΡ ψήφισαν κατά του Μνημονίου στη Βουλή – εκ του ασφαλούς, έχω την εντύπωση (επειδή υπολόγιζαν ότι θα ψηφιζόταν έτσι κι αλλοιώς). Σε σχετικό μου ερώτημα στη συνέλευση του τομέα παιδείας και έρευνας, μου δόθηκε η διαβεβαίωση ότι εάν από την ψήφο τους κρινόταν το αν θα χρεωκοπούσαμε εδώ και τώρα (εκεί και τότε) ή όχι, τότε οι βουλευτές μας θα ψήφιζαν υπέρ. Τότε γιατί δεν το έκαναν; Εμένα αυτό δεν μου αρέσει: αποπνέει δειλία, έλλειψη αυτοπεποίθησης, σε τελευταία ανάλυση ανειλικρίνεια. Προδίδει επίσης μια αυτοαναφορική αντίληψη για την πολιτική: μιλάμε σαν να απευθυνόμαστε στο τάδε δυσαρεστημένο στέλεχος (ή καθόλου δυσαρεστημένο, ή πρώην στέλεχος) του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΝ, ή στον δείνα πολιτικό συντάκτη ή τηλεοπτικό αστέρα.
5. Τι πρέπει λοιπόν να λέμε για το Μνημόνιο; Διάφορες σκέψεις, δικές μου και άλλων, υπάρχουν σε διάφορα κείμενα. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει (δεν μας αρέσει), το Μνημόνιο είναι το μόνο σχέδιο ανόρθωσης της οικονομίας και της χώρας. Άλλο προς το παρόν δεν υπάρχει. Ας φτιάξουμε εμείς ένα δικό μας – αλλά μέχρι τότε το μοναδικό σχέδιο είναι το Μνημόνιο. Θα αρκεστώ στη φράση ενός φίλου: «Ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από το Μνημόνιο, είναι να το εφαρμόσουμε».
6. Θα ήθελα να τελειώσω με δυο λόγια για το άλλο ερώτημα: Σε ποιον πρέπει να απευθυνόμαστε; Σήμερα στην κοινωνία περισσεύει ο θυμός. Αυτοί που κλείνουν τη Λεωφόρο Λαυρίου, αυτοί που δεν ακυρώνουν εισιτήριο, αυτοί που γιουχάρουν τους πολιτικούς, αυτοί που σπάζουν βιτρίνες – είναι όλοι θυμωμένοι. Συχνά είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς μέχρι χθες πίεζαν τους πολιτικούς για διορισμούς, χτίζαν αυθαίρετα, κλέβαν την Εφορία (ή θα το κάνουν όταν μεγαλώσουν). Αυτοί ακούνε τον Σαμαρά, το Λαφαζάνη, την Παπαρρήγα, τον Μ. Θεοδωράκη, κάποιοι ίσως τον Μιχαλολιάκο – εμάς όχι: ό,τι και να πούμε δεν μας ακούνε, ούτε πρόκειται ποτέ.
7. Υπάρχει όμως και ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, λιγότερο θορυβώδες. Είναι σαφώς μειοψηφικό, αλλά όλο και πιο πολυάριθμο. Είναι αυτοί που έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η προηγούμενη περίοδος δεν είναι ο χαμένος παράδεισος στον οποίο πρέπει να γυρίσουμε το συντομότερο δυνατόν. Συνειδητοποιούν ότι στην ψεύτικη ευδαιμονία της υπήρχε κάτι βαθιά σάπιο. Οι πολίτες αυτοί είναι πιο πολύ προβληματισμένοι παρά θυμωμένοι. Ακούνε όσους απορρίπτουν την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης: από τον Αλέκο Παπαδόπουλο έως τον Στέφανο Μάνο.
8. Εάν επικρατήσουν οι πρώτοι, χαθήκαμε. Δεν εννοώ ως ΔΗΜΑΡ, εννοώ ως χώρα. Εάν επικρατήσουν οι δεύτεροι, μπορεί και να γλυτώσουμε. Και τότε ποιος θα είναι εκεί, για να σώσει τη χαμένη τιμή της αριστεράς, εάν όχι η Δημοκρατική Αριστερά;
Αναρτήθηκε από Μάνος Ματσαγγάνης στις 10:21 μ.μ.
Ετικέτες αριστερά, ιδέες
Παρασκευή, 25 Μαρτίου 2011
Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία
Γράφτηκε από τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο και συνυπογράφεται από τους Ορέστη Καλογήρου, Γιώργο Καρρά, Βάσω Κιντή, Ελίζα Παπαδάκη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Απρίλιος 2011).
Υπάρχουν ζητήματα που βρίσκονται εκτός δημοκρατικών διαδικασιών, που δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ψηφίσουμε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόμοι του Νεύτωνα – είναι άλλες οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα αποφανθούμε για την εγκυρότητα ή μη των νόμων αυτών. Αν εμείς, παρ' όλα αυτά, θελήσουμε να θέσουμε τους νόμους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγματικό νόημα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόμων, αλλά το κατά πόσον εμείς θέλουμε να τους λαμβάνουμε υπ' όψη ή θέλουμε να τους αγνοούμε (και ενδεχομένως να φάμε το κεφάλι μας).
Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας. Σε μας το μόνο που μένει είναι να συγχρονίσουμε τη σκέψη μας με αυτούς, να τους καταστήσουμε (και μαζί να καταστήσουμε και τους εαυτούς μας) έλλογους, ή να μην το κάνουμε: τούτο το τελευταίο μεταφερόμενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισμός. Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια, όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κ.λπ.) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας.
Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και –στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά, διά προεδρικού διατάγματος, να το αλλάξουμε– να το λαμβάνουμε υπ' όψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η Αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου